Παρατηρητής Διαιτησίας Euroleague / Πρώην Διαιτητής Euroleague
Συνέντευξη Βαγγέλης Ελευθεριάδης / Φωτογραφίες Βασίλης Κοβλακάς
Ο Παναγιώτης Μπακάλης είναι το καμάρι του διαιτητικού μπάσκετ της Δράμας. Διέγραψε μία πραγματικά λαμπρή και αξιοζήλευτη καριέρα και υπηρέτησε το ελληνικό και ευρωπαϊκό μπάσκετ με συνέπεια και ήθος.
Από το 2006 έως και σήμερα είμαι ένας από τους 15 παρατηρητές διαιτητών της Euroleague Basketball σε όλη την Ευρώπη παρακολουθώντας, αξιολογώντας και συμβουλεύοντας τους διαιτητές της.
Αισθάνεται τυχερός και υπερήφανος που διεύθυνε αγώνες με το Γκάλη και το Γιαννάκη, νοιώθει πως απέκτησε αναγνώριση η προσφορά του στο μπάσκετ, κέρδισε κοινωνική καταξίωση και απέκτησε φίλους στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Η διαιτησία για τον Παναγιώτη Μπακάλη αποτελεί μεράκι και αρρώστια μαζί. Θυμάται ότι από την πρώτη στιγμή που παρακολούθησε μαθήματα, μπήκε και φώλιασε πολύ καλά το «μικρόβιο» της διαιτησίας μέσα του, το οποίο ακόμη παραμένει με τον ίδιο δυνατό και ωραίο τρόπο, αν και δεν είναι πια ενεργός διαιτητής.
– Τι κάνετε, που βρίσκεστε, με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό;
– Από το 2014 και μετά από 39 χρόνια υπηρεσίας, έχω συνταξιοδοτηθεί από την εργασία μου διατελώντας ως διευθυντής του υποκαταστήματος της Eurobank Δράμας. Έκτοτε συνεχίζω να ασχολούμαι ερασιτεχνικά συνεργαζόμενος με την Euroleague Basketball. Συγκεκριμένα είμαι ένας από τους 15 παρατηρητές διαιτητών (Coaches Referees) στην Ευρώπη.
– Πότε ξεκινά το φλερτ με την σπυρωτή πορτοκαλί μπάλα;
– Το φλερτ μου με το Basketball ξεκινά από τα μαθητικά μου χρόνια στο Δημοτικό, όταν επισκεπτόμουν τα αδέλφια του πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι τους βρισκόταν δίπλα στο γήπεδο του Ηρακλή, στο Καυτανζόγλειο στάδιο, κι έτσι είχα την ευκαιρία να παρακολουθώ προπονήσεις και αγώνες της ομάδος του Ηρακλή ή να παίζω μπάσκετ με τους φίλους μου εκεί όλη την ημέρα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να με επηρεάσει πολύ και να με κάνει να αγαπήσω το μπάσκετ και γενικότερα τον αθλητισμό.
Εν συνεχεία, στα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου ασχολήθηκα με τον αθλητισμό συμμετέχοντας ως αθλητής στίβου στη δισκοβολία και ως παίκτης καλαθοσφαίρισης στον μοναδικό σύλλογο της πόλης μας εκείνης της εποχής, τον Α.Ο. Δράμας.
«Η διαιτησία είναι μεράκι και αρρώστια μαζί. Θυμάμαι ότι από την πρώτη στιγμή που παρακολούθησα τα μαθήματα, μπήκε και φώλιασε πολύ καλά το “μικρόβιο” της διαιτησίας μέσα μου, το οποίο ακόμη παραμένει με τον ίδιο δυνατό και ωραίο τρόπο, αν και δεν είμαι πια ενεργός διαιτητής»
– Μικρός παίξατε μπάσκετ;
– Όπως σας προανέφερα, στον Α.Ο. Δράμας, με προπονητή τον αείμνηστο Χρήστο Κουκουτσίδη και έφορο τον επίσης αείμνηστο Αναστάσιο Τασούδη και έχοντας συμπαίκτες τους Δρασίδη, Κατσούλη, Πετρόπουλο, Δεδόπουλο κ.α.
– Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε να γίνεται διαιτητής;
– Λόγω τραυματισμών στα πόδια μου δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του αθλήματος και του στίβου και έτσι λοιπόν, το 1978 σε συνεργασία και με προτροπή του Αναστασίου Τασούδη και της ΕΟΚ δημιουργήθηκε μια σχολή διαιτησίας μπάσκετ στη Δράμα την οποία παρακολούθησα και έτσι, αυτή η ευκαιρία και η αγάπη μου για το άθλημα με οδήγησαν στην απόφαση να γίνω διαιτητής καλαθοσφαίρισης. Μάλιστα μαζί με εμένα, από όσο θυμάμαι, γίνανε και άλλοι διαιτητές, όπως ο Πετρόπουλος, ο Χ΄Σταύρου, ο Μπουδακίδης, ο Κελλίδης κ.α.
– Πότε αρχίσατε την διαιτητική σας καριέρα και πότε ανακηρυχτήκατε διεθνής;
– Η διαιτητική μου καριέρα ξεκίνησε από το 1978, ως διαιτητής στους αγώνες της ΕΚΑΣΑΜΘ που γινόταν σε διάφορες πόλεις της Αν Μακεδονίας, και Θράκης.
Εκείνη την εποχή όμως το προνόμιο να είσαι διαιτητής ή αθλητής καλαθοσφαίρισης το είχαν μόνο κάποιοι που κατοικούσαν στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, ίσως βέβαια επειδή υπήρχαν και ομάδες σε αυτές τις πόλεις.
Το 1982 έγινα διαιτητής Β΄ Εθνικής και άρχισα να διευθύνω αγώνες αυτής της κατηγορίας στη Β. Ελλάδα. Φαίνεται μάλλον ότι η παρουσία μου στα γήπεδα εκτιμήθηκε και άρχισαν να συζητάνε το όνομα μου στη ομοσπονδία και να ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν και διαιτητές εκτός του κέντρου Αθήνας – Θεσσαλονίκης.
Το 1983 ενεργοποιήθηκε και δραστηριοποιήθηκε η Ομοσπονδία Διαιτητών Ελλάδος Ο.Δ.Κ.Ε. με πρόεδρο τον Κ. Δήμου, δημιουργώντας 10 συνδέσμους διαιτητών σε όλη την Ελλάδα. Έτσι έγινε άνοιγμα σε διαιτητές από την επαρχία καθώς επιλέγονταν αυτοί που είχαν την κατάλληλη ηλικία και τα καλύτερα προσόντα κι έτσι επέλεξαν εμένα, τον Ράλλη, τον Κορομηλά, τον Παπαδημητρίου, τον Τσανίδη, τον Πιτσίλκα.
Από το 1984 έγινα διαιτητής Α΄ Εθνικής και άρχισα να διευθύνω αγώνες πρωταθλήματος και κυπέλλου σε όλη την Ελλάδα συνεχώς μέχρι το 1999, διευθύνοντας περί τους 500 αγώνες. Στη συνέχεια σταμάτησα από την Ελλάδα, λόγω του ασυμβίβαστου της ταυτόχρονης συμμετοχής σε διοργανώσεις της Euroleague και της FIBA. Άλλωστε είναι γνωστή η διαμάχη μεταξύ της ΕΒ και FIBA.
Το 2001 έγινα διεθνής διαιτητής FIBA καθώς η συγκυρία ευνοούσε την δυνατότητα συμμετοχής στις δυο διοργανώσεις ΕΒ και FIBA.
Από το 2000 συνέχισα να συμμετέχω στο πρωτάθλημα Ευρώπης της Euroleague Basketball, διευθύνοντας περί του 100 αγώνες. Η ενεργός μου δράση ως διαιτητής της Euroleague σταματά το 2005 στο Final 4 της Μόσχας.
«Από το 2006 έως και σήμερα είμαι ένας από τους 15 παρατηρητές διαιτητών της Euroleague Basketball σε όλη την Ευρώπη παρακολουθώντας συνέχεια τους αγώνες της, αξιολογώντας και συμβουλεύοντας τους διαιτητές της»
– Με το τέλος της καριέρα σας ως διεθνής διαιτητής δεν σταματήσατε…
– Από το 2006 έως και σήμερα είμαι ένας από τους 15 παρατηρητές διαιτητών της Euroleague Basketball σε όλη την Ευρώπη παρακολουθώντας συνέχεια τους αγώνες της, αξιολογώντας και συμβουλεύοντας τους διαιτητές της.
Επίσης από το 2006 διετέλεσα και ως κομισάριος στη FIBA, από όπου σταμάτησα το 2016 μετά το οριστικό σχίσμα μεταξύ της Euroleague και της FIBA.
– Τι είναι η διαιτησία για εσάς;
– Μεράκι και αρρώστια μαζί. Θυμάμαι ότι από την πρώτη στιγμή που παρακολούθησα τα μαθήματα, μπήκε και φώλιασε πολύ καλά το «μικρόβιο» της διαιτησίας μέσα μου, το οποίο ακόμη παραμένει με τον ίδιο δυνατό και ωραίο τρόπο, αν και δεν είμαι πια ενεργός διαιτητής. H κάθε εποχή έχει τις δικές της απαιτήσεις και ευκαιρίες. Ίσως στην δική μου εποχή να ήταν πιο εύκολη η εξέλιξη ενός διαιτητή από ό,τι μπορεί να είναι σήμερα, επειδή δεν ήμασταν πολλοί. Τώρα υπάρχουν πολλά νέα παιδιά με δυνατότητες και πρόσβαση στην εκπαίδευση και τη διεθνή επικοινωνία. Τότε, το προνόμιο της ενημέρωσης το είχαν μόνο οι ελάχιστοι διεθνείς διαιτητές που είχαν άμεση επικοινωνία με τη FIBA, ενώ εμείς προσπαθούσαμε, η αγάπη όμως για το άθλημα μας κρατούσε σε αυτό και η προσωπική προσπάθεια. θυμάμαι ότι το 1983 ταξίδεψα στο Μόναχο και πήγα στα γραφεία της FIBA για να πάρω και να μεταφράσω τον κανονισμό διαιτησίας και να το δώσω και σε άλλους συναδέλφους μου.
Από το 1987 και μετά την μεγάλη επιτυχία της Εθνικής μας ομάδος με το χρυσό μετάλλιο στους Πανευρωπαϊκούς, υπήρξε μια αλματώδης εξέλιξη του μπάσκετ και των ομάδων μας στην Ελλάδα με συνέπεια να υπάρχει και ταυτόχρονη εξέλιξη της διαιτησίας λόγω των υψηλών απαιτήσεων που είχαν οι αγώνες. Ας μην ξεχνάμε ότι συμμετείχαν στις Ελληνικές ομάδες οι καλύτεροι παίκτες από διάφορες χώρες του κόσμου και κάποιοι σταρ του το ΝΒΑ.
Έτσι, όπως καταλαβαίνετε, ο ρόλος της διαιτησίας μπήκε σε άλλη βάση με περισσότερη εκπαίδευση, περισσότερη ενημέρωση, περισσότερος έλεγχος και το κυριότερο υπήρχαν σημαντικοί παρατηρητές και εποπτεία σε όλους τους αγώνες.
Γενικά είχαμε το καλύτερο πρωτάθλημα, μετά το ΝΒΑ, με τις καλύτερες ομάδες και τους καλύτερους διαιτητές.
Υπήρχε τότε τόσο μεγάλη προβολή του αθλήματος με τις μεγάλες ομάδες όπως Άρη, ΠΑΟΚ, Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, Ηρακλή κλπ και με τόσους μεγάλους παίκτες όπως οι: Γκάλης, Γιαννάκης, Φασούλας, Χριστοδούλου, Κόντος, Πρέλεβιτς, Σταυρόπουλος κ.α. κάτι το οποίο είχε επίπτωση και σε εμάς τους διαιτητές, είχαμε αποκτήσει μεγάλη αναγνωσιμότητα με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.
– Τι έχετε κερδίσει όλα αυτά τα χρόνια;
– Στην εποχή μου υπήρχαν πολλές και σημαντικές οικονομικές απολαβές στους αγώνες λόγω του ότι υπήρχαν πολλοί και σημαντικοί σπόνσορες των αγώνων και των ομάδων, τώρα δυστυχώς δεν υπάρχουν.
Εκτός αυτού απέκτησα αναγνώριση της προσφοράς μου με συνακόλουθη κοινωνική καταξίωση, αποκτώντας φίλους σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη, με τους οποίος μπορώ και επικοινωνώ ακόμη και σήμερα, είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει.
Ο μεγάλος πρόεδρος της ΟΔΚΕ (Κώστας Δήμου) εκείνης της εποχής είχε πει το εξής: «αν δεν υπήρχε το μπάσκετ δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας.» …πάντα μας το έλεγε στις συγκεντρώσεις μας για να μας θυμίζει πόσο προνομιούχοι ήμασταν αλλά και πόσες μεγάλες υποχρεώσεις είχαμε.
Ωραία χρόνια ωραίες εποχές, που λυπάμαι αλλά πολύ δύσκολα θα ξανάρθουν για τη χώρα μας.
«Τη δεκαετία του ΄80 το προνόμιο της ενημέρωσης το είχαν μόνο οι ελάχιστοι διεθνείς διαιτητές που είχαν άμεση επικοινωνία με τη FIBA. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το 1983 ταξίδεψα στο Μόναχο και πήγα στα γραφεία της FIBA για να πάρω και να μεταφράσω τον κανονισμό διαιτησίας και να το δώσω και σε άλλους συναδέλφους μου»
– Διετελέσατε επί μακρόν τραπεζικό στέλεχος πως συνδυάζατε εργασία και διαιτησία;
– Προσπαθούσα και πιστεύω ότι κατάφερνα να είμαι απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις στην εργασία μου. Δεν μου δημιούργησαν ποτέ πρόβλημα οι εκάστοτε προϊστάμενοι μου, αντιθέτως πάντα με διευκόλυναν να παραστώ στους αγώνες που είχα. Όταν αγαπάς αυτά που κάνεις καταφέρνεις να τα συνδυάσεις.
– Πώς αντιμετώπιζαν η σύζυγος και τα παιδιά σας τις συχνές απουσίες σας;
– Είχαν αποδεχθεί την ρόλο μου και μάλιστα ένιωθαν και αυτοί υπερήφανοι που είχαν ένα σύζυγο και πατέρα δημιουργικό και καταξιωμένο σε Ελλάδα και Ευρώπη. Νομίζω όμως ανήκει και σε αυτούς ένα μεγάλο μερίδιο της όμορφης καριέρας μου.
– Ποιες θεωρείτε τις κυριότερες στιγμές στην καριέρα σας;
– Και ως διαιτητής και ως κομισάριος έπαιξα σε πολλά, κρίσιμα και σημαντικά παιχνίδια τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Υπήρχαν πολλές και σημαντικές στιγμές στην καριέρα μου, τις θυμάμαι όλες και δεν μπορώ να αξιολογήσω κάποια ως πιο σημαντική από την άλλη. Ενδεικτικά όμως μπορώ να αναφέρω το 1985 που έγινα διαιτητής Α΄ Εθνικής και έπαιξα τον πρώτο μου αγώνα Πανελλήνιος – Άρη, το 1992 τον τελικό Κυπέλλου Ελλάδος ΑΕΚ-ΑΡΗΣ, το 2000 στο πρώτο μου αγώνα στην Euroleague Cibona – Barcelona και φυσικά το 2006 τον τελικό final four στη Πράγα της Τσεχίας Cska – Maccabi.
– Ποιο ματς θα θέλετε να ξανασφυρίξετε αν σας δινόταν η ευκαιρία;
– Κάποιο συγκεκριμένο δεν έχω. Ίσως σε κάποια που έχω κάνει κάποια σημαντικά λάθη ή πήρα κάποιες λανθασμένες αποφάσεις και θα ήθελα να διορθώσω τώρα, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω.
– Ποιον παίκτη και ποιον διαιτητή είχατε ως πρότυπο στην καριέρα σας;
– Από παίκτες τον ένα και μοναδικό Νίκο Γκάλη που άλλαξε και έφερε τα πάνω κάτω στο μπάσκετ (επαγγελματισμό, ήθος κτλ) και για να μην αδικήσω ακόμη τον Παναγιώτη Γιαννάκη που σε κάθε αγώνα έδειχνε τι σημαίνει «ψυχή». Αισθάνομαι πολύ τυχερός και υπερήφανος που διεύθυνα αγώνες τους. Αναφορικά με τους διαιτητές, τον Κ. Δήμου που αργότερα ως πρόεδρος της ΟΔΚΕ πίστεψε στους διαιτητές από την επαρχία και φυσικά τον Κ. Ρήγα που με οδήγησε στο Ευρωπαϊκό μου όνειρο.
– Ποιο είναι το πιο συχνό λάθος που κάνουν οι διαιτητές σήμερα;
– Λάθη όλοι κάναμε, και εμείς τότε και αυτοί σήμερα. Αυτό όμως που γίνεται συχνά τώρα και το οποίο είναι μεγάλο λάθος είναι ότι λειτουργούν «διορθωτικά», δηλαδή όταν σφυρίζουν κάτι σε βάρος της μιας ομάδος θεωρούν ότι πρέπει να το καταλογίσουν ανάλογα και σε βάρος της άλλης ομάδος.
– Έχετε υποπέσει σε λάθος που έκρινε έναν αγώνα; Ποιος ήταν αυτός;
– Αλάνθαστος μόνο ο Θεός, όσο υπάρχουν άνθρωποι και διαιτητές πάντα θα υπάρχουν λάθη, όσο και αν προσπαθούν τώρα στην σύγχρονη εποχή η Euroleague και FIBA να τα ελαχιστοποιήσουν με ηλεκτρονικά μέσα όπως τη χρήση IRS,VAR κτλ. Προσωπικά έχω κάνει αρκετά λάθη, δεν μπορώ όμως να θυμηθώ κάποιο σφύριγμα που να έκρινε αγώνα. Πάντα μετά από κάθε αγώνα έκανα την αυτοκριτική για την απόδοση μου και πάντα παραδεχόμουν τα λάθη μου. Δεν δίσταζα όταν ξανασυναντούσα κάποιους από τους παίκτες ή ομάδες, που τυχόν είχα αδίκησε σε μια απόφαση, να τους ζητήσω συγνώμη. Υπήρχε μεγάλος έλεγχος στις αποφάσεις μας και στην απόδοση μας στην εποχή μου. Όποιος παρέκλινε και δε συμμορφωνόταν πήγαινε σπίτι του. Σήμερα βλέπω ανεξέλεγκτους διαιτητές, με συχνά και επαναλαμβανόμενα λάθη οι οποίοι εξακολουθούν χωρίς να υπόκεινται σε κυρώσεις ή συνέπειες
– Πότε μία διαιτησία ενός αγώνα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται καλή;
– Τότε λέγαμε όποιος περνάει απαρατήρητος είναι και ο καλύτερος, αυτό πιστεύω και τώρα.
– Επηρεάζεται τελικά ο διαιτητής από την έδρα;
– Μερικές φορές ναι, αυτό όμως είναι που ξεχωρίζει ένα πολύ καλό διαιτητή από ένα μέτριο διαιτητή. Και φυσικά δεν πρέπει να επηρεάζετε.
– Το να έχεις παίξει μπάσκετ σε βοηθάει στο να ξεχωρίσεις ως διαιτητής;
– Αναμφίβολα. Αν έχεις υπάρξει παίκτης σε βοηθάει να αντιλαμβάνεσαι το παιχνίδι πολύ καλύτερα από κάποιον διαιτητή που ποτέ δεν έχει ασχοληθεί. Δεν είναι απαραίτητο να έχεις παίξε σαν παίκτης σε υψηλό επίπεδο, αρκεί να έχεις παίξει έστω και ερασιτεχνικά.
– Για ποιο λόγο κάποιος να θέλει να γίνει διαιτητής;
– Υπάρχουν πολλοί και διάφοροι λόγοι, όμως ο πιο σημαντικός είναι ένας: η αγάπη για το άθλημα, όλα τα υπόλοιπα έρχονται σύμφωνα με την προσωπική μελλοντική εξέλιξη. Δυστυχώς σήμερα οι νέοι διαιτητές δεν έχουν υπομονή και γρήγορα παραιτούνται γιατί θεωρούν τον εαυτό τους έτοιμο και ικανό για μεγάλα παιχνίδια από την πρώτη στιγμή και φυσικά ίσως δεν παραδέχονται ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος καλύτερος από αυτούς και ότι θα πρέπει να προσπαθήσουν για να τον φθάσουν. Καλός διαιτητής γίνεσαι μόνο με μεγάλη προσπάθεια, με συνεχή εκπαίδευση, παρακολούθηση των αγώνων και φυσικά άσκηση.
– Πολλά λέγονται για στημένα παιχνίδια, για πουλημένους διαιτητές και για διαφθορά στο χώρο του αθλητισμού. Είναι αλήθεια ή είναι υπερβολές;
– Διαφθορά αναμφίβολα υπάρχει σε όλους τους χώρους. Υπήρχε και στη εποχή μου αλλά πιστεύω ότι τα περιστατικά με στημένα παιχνίδια ήταν ελάχιστα και μεμονωμένα. Τώρα δεν θέλω να το σκέφτομαι… μόνο που υπάρχουν τόσες εταιρείες στοιχημάτων νόμιμες και παράνομες, τόσοι μάνατζερ παικτών και ομάδων, καταλαβαίνετε τι διαφθορά μπορεί να υπάρχει. Πάντως πιστεύω στον υγιή αθλητισμό και αργά η γρήγορα όλοι αυτοί που τον καπηλεύονται εξυπηρετώντας προσωπικά οφέλη θα ελαχιστοποιηθούν.
«Από το 1987 και μετά την μεγάλη επιτυχία της Εθνικής μας ομάδος με το χρυσό μετάλλιο στους Πανευρωπαϊκούς, υπήρξε μια αλματώδης εξέλιξη του μπάσκετ και των ομάδων μας στην Ελλάδα, με συνέπεια να υπάρχει και ταυτόχρονη εξέλιξη της διαιτησίας λόγω των υψηλών απαιτήσεων που είχαν οι αγώνες»
– Σας έγινε ποτέ πρόταση να παίξετε μεροληπτικά υπέρ κάποιας ομάδας;
– Θα ήμουν πολύ αφελής και ψεύτης αν ισχυριζόμουν ότι ποτέ δεν μου ζητήθηκε να μεροληπτήσω υπέρ μια ομάδος. Αρκετοί μου το ζήτησαν αλλά ποτέ και σε κανένα δεν έκανα το χατίρι. Ήταν θέμα ηθικής και αρχών.
– Που θεωρείται ότι πάσχει σήμερα η διαιτησία;
– Με τη αλλαγή του αθλητικού νόμου το 1998 (Βενιζέλος, Λοβέρδος, Φούρας) έγινε η υπαγωγή της Ομοσπονδίας των διαιτητών στις Ομοσπονδίες των αθλητικών σωματίων, γεγονός που στέρησε την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία της διαιτησίας με συνακόλουθη γένεση φαινομένων παθογένειας στο χώρο. Παράλληλα, με προβληματίζει η έλλειψη διαχωρισμού της επαγγελματικής από την ερασιτεχνική διαιτησία, σε αντίθεση με ότι ισχύει σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη στο εξωτερικό.
– Τι σας ενθουσιάζει μέσα στο γήπεδο;
– Το θέαμα και ο κόσμος φυσικά.
– Τι σας εξαγριώνει μέσα στο γήπεδο …αλλά και έξω από αυτό;
– Οι ύβρεις και τα βίαια επεισόδια μέσα και έξω από τα γήπεδα και κυρίως η αναποφασιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα των υπευθύνων και των αρμοδίων να τα σταματήσουν. Στην εποχή μου υπήρχαν φίλαθλοι και όχι φανατισμένοι οπαδοί, δεν είχαμε επεισόδια με την μορφή και συχνότητα που γίνονται σήμερα. Με χαροποιεί πάντως το γεγονός ότι τον τελευταίο χρόνο βλέπω περισσότερο υγιείς φιλάθλους μέσα στα γήπεδα που προσπαθούν να αποβάλουν τους διάφορους ταραξίες.
– Η διαιτησία είναι επάγγελμα;
– Από κάποιο σημείο και μετά, ιδίως στην Α1 Εθνική θα πρέπει να είναι επαγγελματική και να διαχωρίζετε από την ερασιτεχνική διαιτησία. Πιστεύω ότι η επαγγελματική διαιτησία απαιτεί πολλές υποχρεώσεις από μέρους των διαιτητών και γι’ αυτό θα πρέπει να έχουν ανάλογα επαγγελματικά δικαιώματα.
– Ο ένας από τους γιους σας, ο Γιάννης, ασχολείται με τη διαιτησία. Πως νοιώθετε για αυτό;
– Μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια ως γονιός που ο γιός μου ασχολείται με τη διαιτησία. Προσπαθώ πάντα να τον συμβουλεύω και να τον καθοδηγώ αφήνοντας τον όμως ελεύθερο να κάνει τις δικές του επιλογές. Ξέρω ότι και για αυτόν είναι δύσκολα επειδή σε κάθε αγώνα κρίνετε όχι μόνο για το τι είναι ο ίδιος αλλά και για το ότι είναι και γιος μου. Πιστεύω πολύ στο ταλέντο του, έχει όρεξη και μεράκι για την διαιτησία και πιστεύω ότι θα χαράξει τη δική του προσωπική πορεία, που εύχομαι και ελπίζω να του φέρει πολλές χάρες.
«Αν έχεις υπάρξει παίκτης σε βοηθάει να αντιλαμβάνεσαι το παιχνίδι πολύ καλύτερα από κάποιον διαιτητή που ποτέ δεν έχει ασχοληθεί»
– Στην μεγάλη σας καριέρα στο χώρο της διαιτησίας ζήσατε πολλά πράγματα. Ποιο γεγονός θα μείνει χαραγμένο για πάντα στη μνήμη σας;
– Δόξα τον Θεό έζησα πολλές και υπέροχες στιγμές στην καριέρα μου, στιγμές που θα με συντροφεύουν σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, στιγμές με παράγοντες, προπονητές, παίκτες και φίλους. Ένα από τα πιο σημαντικά περιστατικά, που θυμάμαι με ιδιαίτερη συγκίνηση ήταν που μετά από ένα αγώνα στο Κάουνας Λιθουανία, Zalgriris – Real στην Euroleague με περίμεναν υπομονετικά και μέσα στο χιόνι ένα ζευγάρι Ελλήνων για να με πάνε στο σπίτι τους για φαγητό με επιθυμία του πατέρα τους που έβλεπε τον αγώνα στην TV και άκουσε για Έλληνα διαιτητή. Μέσα στην τραπεζαρία του σπιτιού με περίμενε μια οκταμελής οικογένεια Ελλήνων της διασποράς, με την Ελληνική σημαία σε μια γωνιά και ένα τραπέζι γεμάτο με όλα τα καλά, σημάδι της Ελληνικής φιλοξενίας.
– Τι μήνυμα θέλετε να στείλετε στους ανθρώπους του μπάσκετ που διαβάζουν τη συνέντευξή σας;
– Το μπάσκετ είναι συναρπαστικό αλλά και ωραίο άθλημα. Μας έχει δώσει μεγάλες χαρές και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσει να μας κάνει υπερήφανους, αρκεί όλοι, ομάδες, παράγοντες, παίκτες, διαιτητές, φίλαθλοι να επιδεικνύουμε υπευθυνότητα, ακεραιότητα και κυρίως αγάπη για το άθλημα.