Ο Δραμινός λαϊκός συγγραφέας
Με το θάρρος της γνώμης του ο Δραμινός λαϊκός συγγραφέας του βουνού και του λόγγου, ο φλογερός πατριώτης, ο λάτρης των μαχαλάδων, των χαμένων πατρίδων, ο δεινός κυνηγός και μάγειρας με τον χειμαρρώδη λόγο και την αιχμηρή γραφίδα ξετυλίγει το κουβάρι της πολυσχιδούς ζωής του, μιλώντας για όλους και για όλα.
Συνέντευξη Βαγγέλης Ελευθεριάδης / Φωτογραφίες Βασίλης Κοβλακάς
Ποιος είμαι…
Δεκέμβρης ήταν, Πέμπτη 13 του μήνα, στην Δράμα. Ο πατέρας μου κάπνιζε απανωτά τσιγάρα, στις σκάλες της κλινικής του Βαλεκτσόγλου, λίγα μέτρα πιο δυτικά των φυλακών της Δράμας. Ο Πόντιος παππούς μου, ο Μπαρμπαγιάννης ο Λαφτσίδης, ψηλά στο Οροπέδιο Σιδηρονέρου, μόλις είχε βάλει τα γελάδια στο αχούρι, όταν τον φώναξαν στο μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, να του πουν τα χαμπέρια. «Η Αγγελική, έκανε αγόρι», είπε μια φωνή στο τηλέφωνο και ο Γιάννης, έβγαλε το Λούγκερ, το πιστόλι που κουβαλούσε πάντα μαζί του από την κατοχή και πυροβόλησε στο ταβάνι. Ο άλλος ο παππούς μου, ο Σωτήρης Δημηρόπουλος ζούσε στο χωριό Μπελογιάννη της Βουδαπέστης …έπεφτε λίγο μακριά και λίγο επικίνδυνη, η επικοινωνία μαζί του. Πρώτο εγγόνι και για τους δύο…
Ο πατέρας μου, ο Χαράλαμπος, είχε μείνει στην Ελλάδα, ήταν στρατιώτης στον εμφύλιο, αλλά ο πατέρας και η μάνα του, «πάρθηκαν» το 1948 στην Αλβανία και από το 1949 τους πήγαν στην Ουγγαρία. Το χωριό μας στον Γράμμο, απείχε λίγα μέτρα από τα Αλβανικά σύνορα και ήταν στο κέντρο των επιχειρήσεων του Εμφυλίου το 1948. Η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, η Ουρανία, ήταν φυλακισμένη (αν και βιαίως στρατολογηθείσα από τον ΔΣΕ) στις φυλακές της Κοζάνης.
Δύσκολα χρόνια. Ο πατέρας μου, διορίστηκε στην Δράμα, στην ΥΠΕΜ-Υπηρεσία Παραγωγικών Έργων Μακεδονίας, το 1949. Ήταν απόφοιτος της Γεωργικής σχολής της Φλώρινας, από το 1938. Η ΥΠΕΜ, αργότερα ήταν η γνωστή ΥΕΒ και οι εγκαταστάσεις της είναι εκεί που σήμερα είναι το Δασαρχείο Δράμας, κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Το 1955 παντρεύεται την μητέρα μου.
«Η παιδεία μας αναπαράγει αποστήθιση, παπαγαλία, φτιάχνει πολίτες μπερδεμένους σε άβυσσο μη τακτοποιημένων γνώσεων»
Το 1952, με πολύ τρέξιμο του μετέπειτα παππού μου του Γιάννη και του μακρινού συγγενή του Αντώνη Φωστηρίδη, βγήκε η θεία μου από τις φυλακές, και την πάντρεψαν στο Δοξάτο, δίνοντας της και σπίτι με λίγα χωράφια για καπνό. Το 1958, γυρνάνε ευτυχισμένοι οι παππούδες μου από την Βουδαπέστη, για να πεθάνουν στην Ελλάδα, ο παππούς μου σε λίγους μήνες και η γιαγιά μου το 1961. Ο παππούς μου, χωρίς καν να προλάβει να αποκτήσει ταυτότητα, έφυγε έτσι, με ιθαγένεια …άνευ …έτσι έγραφε το μοναδικό έγγραφο που είχε, ήταν ένα χαρτί που απλά του επέτρεπε στις 5 Απριλίου του 1958, να ταξιδέψει με το τρένο, από Βουδαπέστη στην Δράμα …κι ας ήταν εβδομήντα χρονών το 1948, όταν τον μάζεψαν για την Αλβανία, κι ας είχε χάσει τον αδελφό του, στρατιώτη στην Μικρασιατική εκστρατεία το 1922. Τους θάψαμε στο νεκροταφείο του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Δράμας.
Πως και που μεγάλωσα
Πρώτο σπίτι στις Σαράντα Εκκλησιές, ψηλά προς το τέλος, προς τον μπαξέ του Μαργαριτόπουλοι. Νοίκι. Μετά πάλι με νοίκι Αμπελόκηποι και από το 1960 τέρμα Τσάμη Καρατάσου, το τελευταίο σπίτι προς τον Αίμο, δεξιά της Σιδηροδρομικής Γραμμής. Σήμερα, διακόσια μέτρα ανατολικά της εκκλησιάς της Αγίας Ειρήνης, που κτίστηκε την δεκαετία του 1980.
Δύο αδελφές, μανέ μοδίστρα και γειτονιά 100% Ποντιακή. Ολημερίς στις αλάνες, με λάστιχα, αεροβόλα αργότερα, μόνιμα ντου σε αμπέλια σε δαμάσκηνα, σε μούρα τα καλοκαίρια εύκολα ξυπόλητοι …επιμελώς, εκπαίδευση στο βρισίδι από 3-4 ετών. Παράλληλα όμως και κατηχητικό στους Αγίους Αναργύρους, αλτρουισμός για τον μαχαλά, σεβασμός στους μεγαλύτερους …πραγματικός σεβασμός.
Καλός μαθητής …όχι, βέβαια.
Με την έννοια των βαθμών, στο Δημοτικό από οκτώ ως δέκα και στο γυμνάσιο το Αρρένων, απλά περνούσα τις τάξεις, χωρίς τελικά να μείνω μετεξεταστέος. Βέβαια, τότε στο Αρρένων (1968-1974), το άριστα ήταν περίπου στο 16, εγώ τελείωσα με 14 και 11/12. Θυμάμαι ότι στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, έγραψα έκθεση …18, ενώ ποτέ μου δεν είχα ξεπεράσει στο σχολείο το …12. Θετική κατεύθυνση, 25 άτομα τμήμα από Α μέχρι Κ, το 1974, άπαντες εισαχθέντες σε ΑΕΙ, την εποχή εκείνη που έμπαινε ένα 15-20%, πανελλαδικά.
Γενικά και τότε και τώρα, η παιδεία μας αναπαράγει αποστήθιση, παπαγαλία, φτιάχνει πολίτες μπερδεμένους σε άβυσσο μη τακτοποιημένων γνώσεων. Βάλε και τα φροντιστήρια, ιδιαιτέρως τα …ιδιαίτερα και θα καταλάβεις τι γίνεται. Ααα! και τα ιδιαίτερα υπήρχαν πάντα, στην εποχή μας μάλιστα ένα ποσοστό 20% περίπου, τύχαινε ιδιαίτερης τύχης, εξ ιδιαιτέρων και ο νοών νοήτω. Παρά βαρ, όλα καλά…
Αυτό που λείπει είναι η κρίση κι αυτό που περισσεύει είναι η άχρηστη γνώση, γνώση που χάνεται από τον νου, την επομένη των εξετάσεων.
Λοιπόν, όχι δεν ήμουν καλός μαθητής με την τότε, ούτε περισσότερο με την τωρινή έννοια. Το βασικό μου πρόβλημα ήταν το ότι ο χαρακτήρας μου δεν με βοηθούσε να γίνω όπως με ήθελαν, κάτι που κουβαλούσα πάντα στην ζωή μου.
Είχα όμως τύχη, να έχω καθηγητές που άφηναν, αμολούσαν …καλούμπα κι αυτό με έδωσε το θάρρος της γνώμης. Την γρήγορη κίνηση, απόφαση. Γενικά τώρα, η πραγματική ζωή, καμιά σχέση δεν έχει με τα πρότυπα των σχολείων μας, πράγμα που όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται και πιο έντονα καταστροφικό για την κοινωνία μας. Τώρα μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, τα σχολεία μας παράγουν άκριτη επανάσταση και καταστροφικό δικαιωματισμό. Παράλληλα, ο δημοσιοϋπαλληλικός συνδικαλισμός των ανθρώπων της έδρας, θέλει τα σχολεία προς χάριν τους περισσότερο, παρά προς χάριν του κοινού.
«Το μυστικό είναι ένα και μοναδικό. Να μην πληρώνεσαι για ότι γράφεις, να μην έχεις ντε και καλά συγκεκριμένες οδηγίες, να μην διορθώνεσαι, παρά μόνο σε δευτερεύοντα του νοήματος θέματα. Έτσι, γράφεις ελεύθερα»
Σπούδασα Οικονομικά…
Τότε, στα 1974, οι οικονομικές σχολές είχαν σχετικά εύκολη πρόσβαση. Αυτό ήταν το βασικό κριτήριο μου. Να γίνω απλά φοιτητής, να βγω λίγο πιο έξω από την Δράμα, να πάρω …πάσο φοιτητικό, να γίνω …κάποιος.
Τύχη αγαθή βέβαια, την επόμενη δεκαετία, λόγω κυρίως εισόδου στην ΕΟΚ, οι οικονομικές σπουδές απέκτησαν σιγά σιγά κύρος. Βέβαια, εγώ σπούδασα οικονομικά στην σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ, που εκείνη την εποχή ήθελες καμιά 20ρια μαθήματα όλα κι όλα για να πάρεις το πτυχίο σου, από τα οποία τα 13-14 ήταν …κουτσονομικά μαθήματα. Φτώχεια, καταραμένη. Από καθηγητές ελάχιστα πράγματα. Έναν θυμάμαι μόνο, τον Μαρματάκη, που μας είπε επί λέξη, μια μέρα το 1975 «…αν βγάλω βιβλίο – σύγγραμμα, θα αναμασήσω πεπατημένα άλλων …πάρτε το βιβλίο του Σάμελσον, ενός Αμερικανού καθηγητή και διαβάστε». Ο Σάμελσον ήταν καθηγηταράς Αμερικανός, φοβερός τύπος, πολύ δημοκράτης και πρακτικός άνθρωπος …τον χρησιμοποίησε ο Κέννεντυ και για πρεσβευτή στην Ινδία.
Έτσι, από το πουθενά, μια χούφτα φοιτητές του τότε της Δράμας, ανοιχτήκαμε στα βαθιά. Στην τύχη, όλα.
Όταν λίγο αργότερα, στα 1982, εδέησαν οι καρεκλοκένταυροι του Υπουργείου Παιδείας να βάλουν την πολιτική οικονομία στα Λύκεια, δεν υπήρχε βιβλίο οικονομίας και το πρώτο βιβλίο που διδάχθηκε ήταν του Υπουργείου Παιδείας της …Κύπρου. Αυτή είναι η Ελλάδα! Αααα! και κάτι άλλο, έβαλαν μαθηματικούς να διδάξουν οικονομία, τα πρώτα χρόνια. Αλλά ακόμη και τώρα, αυτό που διδάσκεται, λίγη σχέση έχει με την οικονομία, είναι απλά ένα μαθηματηκοποιημένο βιβλίο, εύκολα αποστηθήσιμο και εξετάσιμο.
Μετά από μια σκληρή και πολύ χρήσιμη για τα μετέπειτα της ζωής, δίχρονη θητεία στην Σάμο (1979-1981), βρέθηκα …εργάτης του Δασαρχείου Δράμας το καλοκαίρι του 1981, μετά βοηθός λογιστή σε επιχείρηση εκτυπώσεων κυτιοποιίας στην Θεσσαλονίκη, μετά καθηγητής στην Μ.Ε., μετά υπάλληλος λογιστηρίου στην Γερμανική Μiele, μετά …Σταθμάρχης στον ΟΣΕ, μετά τραπεζικός και στο τέλος πωλητής σε ξενοδοχειακούς εξοπλισμούς στην Κέρκυρα. Όλα βέβαια σε ένα χρονικό ορίζοντα 40 χρόνων. Παράλληλα, από το 2001, συνεργάτης τακτικός σε κυνηγητικά θέματα και θέματα υπαίθρου, της ημερήσιας εφημερίδας «Έθνος». Παντρεμένος από 25 χρονών, με παιδιά και τα τελευταία τρία χρόνια και με εγγόνια.
Μια ζωή, που μοιράστηκε σε πολλά μέρη, εν πολλοίς άσχετα μεταξύ τους ιστορικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά. Δράμα, Θεσσαλονίκη, Σάμος, Αθήνα, Πρέβεζα, Καστοριά, Κέρκυρα. Κυρίαρχοι βέβαια τόποι, ήταν η Δράμα και η Θεσσαλονίκη. Άλλο κυρίαρχο και συνεκτικό στοιχείο όλων, ήταν η Ποντιακή κουλτούρα, τα προσφυγικά πείσματα, που πάντα με κρατούσαν όρθιο. Μαζί με την Ηπειρωτική καταγωγή, από πλευράς πατέρα.
Η συνεργασία μου με την εφημερίδα, ήλθε σαν ώριμο φρούτο, κυρίως σαν απόρροια δύο παραδοχών …το γεγονός ότι είχα «σπουδάσει» στην πράξη το αγριογούρουνο δεκαετίες στα βουνά της Δράμας από μωρό παιδί και βέβαια στο ότι εκεί κάτω στην Αθήνα, αν ξέρεις κάτι καλά και μπορείς να τους το δώσεις να το καταλάβουν …προχωράς. Για τον απλούστατο λόγο ότι έτσι κάνουν την δουλειά τους, βγάζουν τον επιούσιό τους …και κάτι παραπάνω. Ενώ εδώ πάνω σε μας, αν καταλάβουν ότι είσαι σε ένα θέμα δυο τρία κλικ πιο μπροστά από αυτούς …σε θάβουν. Θαβόμενοι βέβαια και αυτοί, μεσοπρόθεσμα, αλλά για να το καταλάβει αυτό κανείς, πρέπει να έχει ανοιχτά μυαλά…
«Το κυνήγι, ήταν, είναι και θα είναι πάντα μια ανθρώπινη παραδοσιακή δραστηριότητα. Η άποψη ότι η αστικοποίηση εξαφανίζει το κυνήγι, είναι μια επαρχιακού τριτοκοσμικού τύπου ιδέα»
Φυσικά, οι άνθρωποι που σπούδασαν κάτι, ειδικά με το σύστημα επιλογής σπουδών στην Ελλάδα, πολλές φορές δεν έκαναν γι’ αυτήν την δουλειά που πάνε να κάνουν και κάνουν. Έτσι, πολύ απλά, αν έχεις ας πούμε διαβάσει σχεδόν ότι κυκλοφορεί για τον αγριόχοιρο, τον λύκο, την αρκούδα, αν έχεις κοιμηθεί και καμιά χιλιάδα νύχτες στα δάση ξέσκεπος, λογικό είναι να έχεις άποψη σοβαρή. Και το λέω αυτό γιατί πρέπει να ξέρετε ότι στο Δημόσιο, στα Πανεπιστήμια, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχουν κατ’ όνομα μόνο ειδικοί, που δεν έχουν κοιμηθεί ούτε μια νύχτα στο δάσος.
Το κυνήγι, ήταν, είναι και θα είναι πάντα μια ανθρώπινη παραδοσιακή δραστηριότητα. Η άποψη ότι η αστικοποίηση εξαφανίζει το κυνήγι, είναι μια επαρχιακού τριτοκοσμικού τύπου ιδέα, αν δει κανείς τα εκατομμύρια Ευρωπαίους κυνηγούς, σήμερα. Κάθε χρόνο, μόνο στην Αυστρία – Γερμανία, θηρεύονται εκατοντάδες χιλιάδες ζαρκάδια και ελάφια, από …αστούς κυρίως κυνηγούς. Όπως και το άλλο, το 70% του κρέατος που καταναλώνεται στις Σκανδιναβικές χώρες, προέρχεται από κυνήγι. Αλλά βέβαια, όλα αυτά σε μια χώρα που ούσα πέντε φορές μικρότερη γεωγραφικά της Γαλλίας, έχει τουλάχιστον τριπλάσιο πληθυσμό λύκων, είναι …ψιλά γράμματα.
Η συγγραφή
Έγραψα τέσσερα προσωπικά βιβλία και συμμετείχα σε συλλογικές εκδόσεις. Παλαιότερα, κυρίως την δεκαετία του 2000, συμμετείχα σε διαγωνισμούς πανελλήνιους, όπου πήρα πολλά βραβεία. Όταν επί είκοσι σχεδόν χρόνια, διαθέτεις χώρο για ένα κείμενο 1500 λέξεων κάθε βδομάδα, σε εφημερίδα που είναι από τις πρώτες σε Πανελλαδική κυκλοφορία, όλα είναι εύκολα. Το μυστικό όμως είναι ένα και μοναδικό. Να μην πληρώνεσαι για ότι γράφεις, να μην έχεις ντε και καλά συγκεκριμένες οδηγίες, να μην διορθώνεσαι, παρά μόνο σε δευτερεύοντα του νοήματος θέματα. Έτσι, γράφεις ελεύθερα. Βέβαια, για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχεις σχετικά λυμένο το βιοποριστικό σου. Τα χρόνια της τράπεζας, στα οποία είχα την τύχη να είμαι στα περισσότερα διευθυντής μεγάλων τραπεζικών καταστημάτων και τελευταία να είμαι σε θέσεις κλειδί του κεντρικού μηχανισμού, με έδωσαν αυτήν την άνεση. Έτσι, δούλευα καθημερινά πάνω από δέκα – δώδεκα ώρες, γύρισα την μισή Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα είχα την άνεση να γράφω αυτά που ήθελα …όχι στις τράπεζες …εκεί αλλιώς …αλλά στην εφημερίδα.
2011 Η Μικρή μου Ασία
Μαθαίνεις στην εφημερίδα να γράφεις ελκυστικά, αλλά οπωσδήποτε το βασικό είναι να ξέρεις από πριν, να γράφεις. Στα ΜΜΕ, τις τελευταίες δεκαετίες, σκοτώνουν την φαντασία, με τις εικόνες. Παλαιότερα, έπαιρνες ένα βιβλίο και διαβάζοντάς το, σε κάθε σελίδα, σε κάθε πρόταση, έφτιαχνες μια εικόνα στο μυαλό σου. Τώρα, σου δίνουν μια εικόνα και χάνεις την δική σου εικόνα, που ενδεχομένως μπορεί να είναι και πιο πλούσια, εν πάση όμως περιπτώσει σε βάζει σε σκέψη…
Θυμάμαι τον αρχισυντάκτη να με λέει χαμογελαστά, το πρώτο καιρό «…Σωτήρη, πρέπει να μας διαβάζουν και στην …τουαλέτα». Η εύκολη σκέψη, η μασημένη σκέψη, είναι η σημαία των καιρών μας, Βαγγέλη.
Το γράψιμο το είχα από πολύ παλιά, έγραφα για τον εαυτό μου βέβαια. Κάποια στιγμή, στα πρώτα βήματα μου στην τράπεζα, είχα έναν πελάτη με ανθοπωλείο, σε πολύ κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης. Έτυχε να πεθάνει ένας κοινός γνωστός μας και εκφώνησα τον επικήδειο, έτσι εκ του προχείρου. Αυτό ήταν …του έγραψα μετά δεκάδες επικήδειους, αλλά πάντα έγραφα για ανθρώπους που ήξερα, που είχα γνωρίσει. Αν δεν υπήρχε συναίσθημα, δεν υπήρχε κατά παραγγελία γραφή. Βέβαια, έγραψα και κάτι διθυραμβικά ανύπαρκτου κάλους, κυριών τινών της πόλης, επ’ ευκαιρία αποστολής εορταστικής ανθοδέσμης τριάκοντα και… τριαντάφυλλων, βαθέος κόκκινου χρώματος.
2012 Διαγωνισμός διηγήματος
Έτσι, σιγά σιγά έγιναν όλα. Ακόμη και τώρα, με συνεπαίρνουν οι επικήδειοι, πράγμα που όσοι με ξέρουν το παρακολουθούν, το περιμένουν…
Δεν διαβάζω, χρόνια τώρα βιβλία. Πάντως έχω διαβάσει ότι υπάρχει στην ελληνική λογοτεχνία, μέχρι την δεκαετία του 1970 περίπου. Μετά, έχασα την μπάλα του χρόνου. Αν είναι όμως ένας συγγραφέας που με καθήλωσε, αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης. Έχω όλες τις εκδόσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, πάνω από 50 τόμοι είναι, στο κρεβάτι δίπλα μου ατάκτως, όλη την βιβλιοθήκη σχεδόν του Περισσού (ΚΚΕ), τρία Πανεπιστημιακού επιπέδου λεξικά Βαλκανικών γλωσσών (Αλβανικά, Βουλγαρικά και Τουρκικά) και μιλάω τουλάχιστον τρεις ώρες καθημερινά με φίλους μου στην Τουρκία, χρόνια τώρα, από το 2010. Γι’ αυτό και στο Facebook, το όνομά μου είναι soto demir …όλα ξεκίνησαν μετά τις σπουδές μου στο ΙΜΧΑ, στην Τουρκική γλώσσα, που τελείωσα στα 2008.
Από τότε, τα πρώτα χρόνια και με την οικονομική υποστήριξη της τράπεζας στην αρχή, ταξίδευα 5 – 6 φορές τον χρόνο σε όλη την Τουρκία. Βέβαια, το πιο σημαντικό ταξίδι πάντα ήταν στην Σαμψούντα, όπου δημιούργησα πολύ φιλικές σχέσεις με συνομηλίκους μου, επιχειρηματίες και επιστήμονες. Αλλά πάντα έμενα στο χωριό μου, στο χωριό των παππούδων μου, στο Ερικλί.
2016 Γράμμος, Ανατολικά του Αλιάκμονα
Παράλληλα, έκανα φίλους στην Σμύρνη, στην Προύσα και φυσικά στην Πόλη. Ειδικά στην Σμύρνη και ιδίως πίσω στην Μαγνησία, στο Ακ Χισάρ, πολλοί με θεωρούν πολιτισμικά δικό τους άνθρωπο.
Και πώς να είναι αλλιώς …Η γυναίκα μου κατάγεται από την Προύσα και την Μαγνησία και οι δύο εγγονές μου έχουν αίματα από Ραιδεστό, Προύσα, Πόντο, Μαγνησία και φυσικά το μισό κομμάτι μου, που είναι ο κάμπος της Κορυτσάς. Αυτή είναι ουσιαστικά η απάντηση στο ποιος είμαι. Ταυτόχρονα είναι και η απάντηση για όλα όσα έγραψα και γράφω.
Για να καταλάβεις τι έγινε στην Δράμα, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, θα πρέπει να το ψάξεις στην Ήπειρο και κυρίως στην Μικρά Ασία.
Αυτά όλα, βγαίνουν στο τελευταίο βιβλίο μου.
«Ακόμη και αν θεωρητικά δεν είμαι Έλληνας, είναι δυνατόν να απεμπολήσω το δώρο αυτού του πολιτισμού, αυτής της γλώσσας; Είναι δυνατόν να αρνηθώ τον Όμηρο, τον Παπαφλέσσα, τον Διάκο;»
Και επιγραμματικά, τελειώνοντας θα απαντήσω σε κάποιες ερωτήσεις σου Βαγγέλη…
Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός ή αν είναι ο δικός μου Θεός, ο πραγματικός Θεός. Ξέρω όμως πολύ καλά, ότι η Ορθοδοξία, η Πατριαρχική Ορθοδοξία των δύο παππούδων μου, με κατέταξε στα Ελληνικά Μητρώα Αρρένων. Κι ας είχαν αυτοί αιώνες μητρική γλώσσα την Τουρκική ο ένας και την Αλβανική ο άλλος. Και όπως λέω στο δεύτερο βιβλίο μου, «Γράμμος, ανατολικά του Αλιάκμονα», ακόμη και αν θεωρητικά δεν είμαι Έλληνας, είναι δυνατόν να απεμπολήσω το δώρο αυτού του πολιτισμού, αυτής της γλώσσας;
Είναι δυνατόν να αρνηθώ τον Όμηρο, τον Παπαφλέσσα, τον Διάκο;
2018 Το χαμόγελο του καταπέλτη
Χρωστάω λοιπόν πολλά στην Ορθοδοξία, που για να τα ξεπληρώσω θα χρειαζόμουν δέκα ζωές. Στις μέρες μας, όλοι οι Βαλκάνιοι, όλοι οι Μεσανατολίτες, σημαντικό κομμάτι της Ευρώπης, θαυμάζει τον Ελληνικό πολιτισμό. Και υπάρχουν δικοί μας, που τον μισούν θανάσιμα! Αυτή είναι και η απάντηση, στο πως σκέφτομαι πολιτικά… Το δικό μου Ελληνικό διαβατήριο, γράφει φαρδιά πλατιά πάνω την λέξη Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με γράμματα αόρατα, που είναι τα ξεραμένα αίματα των μισών και παραπάνω προγόνων μου, που χάθηκαν γι’ αυτά τα πιστεύω τους.
Ευτυχία Βαγγέλη είναι να …χαίρεσαι αυτό που κάνεις και όχι να χαίρεσαι με τις αποτυχίες των άλλων. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν με τον καημό …της επιτυχίας των άλλων.
2021 Δράμα, Παγωτό με τουλούμπα για…
Ένα πράγμα φοβάμαι, τον σκοταδισμό. Φοβάμαι τον παπά που παροτρύνει τον κόσμο να μην εμβολιάζεται, φοβάμαι τον άνθρωπο που λέει εύκολα ναι και εύκολα όχι, φοβάμαι τα σχολεία μας, που παράγουν τεμπελιά, αποστήθιση και άκριτο δικαιωματισμό. Διδάσκουμε στα παιδιά μας ότι η κάθε είδους επανάσταση, είναι ο σκοπός της ζωής τους, όπως και κάθε δικαίωμα…
Ο μεγαλύτερος μου φόβος όμως, είναι ότι δεν θα μπορέσω λογικά, να διαβάσω τον επικήδειό μου και δεν εμπιστεύομαι τους φίλους μου, γιατί πιστεύω ότι θα υπερβάλουν…
Υπάρχει μια λέξη που για μένα είναι η ζωή, η φιλοσοφία της ζωής …δουλειά. Ιδεολογικά έβαζα και βάζω τον εαυτό μου, μαζί με όλους αυτούς που υποστηρίζουν το κέρδος σαν κινητήριο μοχλό της οικονομίας, τον ελεγχόμενο με αυστηρούς και δίκαιους κανόνες ανταγωνισμό και την άμιλλα σαν το κυριότερο μοχλό ανάπτυξης των νέων. Παράλληλα όμως θα πω σαν οικονομολόγος που έζησε την αγορά σαράντα χρόνια από κοντά, ότι σπάνια το Ελληνικό κεφάλαιο και οι Έλληνες επιχειρηματίες, στάθηκαν δίκαιοι απέναντι στην Ελληνική κοινωνία. Έτσι, δώσαμε το δικαίωμα, και λέω δώσαμε γιατί και εγώ θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο, σε τρίτους άσχετους και κυρίως οπορτουνιστές, ανθρώπους της ευκαιρίας, να έχουν λόγο, ενίοτε βαρύνοντα μάλιστα, στα κόμματα, στην Βουλή, στην οικονομία.
«Ευτυχία είναι να …χαίρεσαι αυτό που κάνεις και όχι να χαίρεσαι με τις αποτυχίες των άλλων. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν με τον καημό …της επιτυχίας των άλλων»
Τη Δράμα την αδικήσαμε εμείς οι Δραμινοί
Τέλος, τη Δράμα την αδικήσαμε εμείς οι Δραμινοί, όχι οι άλλοι, οι ψυχροί και απόμακροι του κέντρου. Η ιστορία μας, σαν νεοελληνική πόλη, ουσιαστικά ξεκινάει 100 χρόνια πριν, το 1922. Όχι το 1913 με την απελευθέρωση. Στην απελευθέρωση, αν εξαιρέσει κάνεις μια χούφτα Ηπειρωτών, που λογικά δεν ξεπερνούσαν τους χίλιους, η συντριπτική πλειοψηφία της πόλης μας, ήταν Τούρκοι και μια χιλιάδα περίπου Εβραίοι. Η Δράμα, άρχισε να παίρνει την σημερινή της εικόνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι το 1927, υπήρχαν εδώ ακόμη Τούρκοι, η ανταλλαγή ουσιαστικά τελείωσε τότε. Αν δεν έρχονταν οι πρόσφυγες, αλλά και αν δεν υπήρχαν οι Ηπειρώτες της επιχειρηματικότητας και των γραμμάτων, η πόλη μας τώρα θα ήταν ακόμη ένα μεγάλο Τουρκοχώρι.
Αυτοί οι πρωτοπόροι Δραμινοί, είτε τους λέγανε Βεζυρτζόγλου, είτε Βαγενάδες, έστρωσαν με πολλούς αγώνες και βάσανα τον σοφρά, όπου πλάστηκε το ζυμάρι της ψυχής μας. Όμως, μεταπολεμικά, θες ο ψυχρός πόλεμος, θες το ότι είμασταν τελικός προορισμός συνόρων, θες το στραβό μας το κεφάλι …μείναμε πίσω. Είμασταν και είμαστε ακόμη, ο νομός με την μεγαλύτερη μετανάστευση. Ο λόγος, προφανής. Όταν οι γύρω νομοί έφτιαχναν δρόμους, επικοινωνούσαν, εμείς κολλήσαμε στην καλλιέργεια του καπνού και μετά στην πρόσκαιρη διέξοδο της Γερμανίας.
Κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως τα νερά της πόλης μας, τα ασύγκριτα δάση του νομού, αφέθηκε στην τύχη του, παλαιότερα τα μάρμαρα και τα αμπέλια, επίσης. Αντιγράψαμε τα στραβά των άλλων, σφίξαμε την πόλη σε τσιμέντα και πολυκατοικίες, ψάξαμε την ανάπτυξη με καλουπιασμένους τρόπους, όπως βιομηχανικές περιοχές και επενδύσεις θνησιγενείς, όπως η ΣΟΦΤΕΞ.
Και τώρα, εκατό χρόνια μετά το 1922, χαιρόμαστε που θα μας κάνουν μια γέφυρα στον δρόμο για την Αλιστράτη, ή που μάλλον γίνεται ο δρόμος προς την Αμφίπολη. Και η ευρωπαϊκών ταχυτήτων πρόσβαση μας προς την θάλασσα, που στα 1922 ο νομός έφθανε στις ακτές του Παγγαίου και ξεπερνούσε και ανατολικά της Χρυσούπολης, αρχίζει να …ωριμάζει.
«Φοβάμαι τον παπά που παροτρύνει τον κόσμο να μην εμβολιάζεται, φοβάμαι τον άνθρωπο που λέει εύκολα ναι και εύκολα όχι, φοβάμαι τα σχολεία μας, που παράγουν τεμπελιά, αποστήθιση και άκριτο δικαιωματισμό»
Αλλά έτσι είναι …η Ελλάδα άλλαζε, ενώ εμείς μέναμε στην ικανοποίηση να …μας κάνουν Δόκιμους στον στρατό, να μας «βάζουν» στην ΣΟΦΤΕΞ… Και είχαμε και υπουργούς, που εκλέγονταν από τον νομό μας….
Κι άμα κανένας Δραμινός ψυχωμένος και ανοιχτομάτης κατέβαινε στην Αθήνα, ή έφευγε Αμερική ή Γερμανία, γινόταν καθηγητής σε μεγάλα Πανεπιστήμια ή επιχειρηματίας παγκόσμιου επιπέδου.
Και ευτυχώς που μας προέκυψε το μάρμαρο και τα αμπέλια, έτσι για να κρατήσουμε τα μπόσικα που λένε, σώνοντας για λίγο την παρτίδα, αγκομαχώντας βέβαια, αλλά ζώντας …μέχρι τώρα, ότι ζημιά ήταν να γίνει, έγινε. Αυτό που χρειάζεται τώρα, είναι να ξαναγεννηθούμε, με τα οράματα των παλιών Δραμινών. Το 1941, οι Βούλγαροι, έπιασαν και έδιωξαν στην Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα τους μορφωμένους, τους εμπόρους, τους δασκάλους, τους παπάδες και κάθε έναν που μπορούσε να διαμορφώσει την κοινή γνώμη, να γίνει ο κώτσος, το κριάρι που σέρνει το κοπάδι. Κάτι ήξεραν, φαίνεται…
Και τελειώνω …με το βιβλίο που γράφω τώρα, αυτήν την φορά με πλοκή μυθιστορήματος. Βασίζεται φυσικά σε απόλυτα πραγματικές ιστορίες παλιών Δραμινών, που έμειναν τελικά ιδανικοί και πανάξιοι εραστές του τόπου μας, πάντα σε δεύτερη σκηνική παρουσία, ίσως και τρίτη, στο σανίδι που παίζεται το πιο γλυκό δράμα. Στην Δράμα μας.
«Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τις τελευταίες δεκαετίες, σκοτώνουν την φαντασία, με τις εικόνες. Παλαιότερα, έπαιρνες ένα βιβλίο και διαβάζοντάς το, σε κάθε σελίδα, σε κάθε πρόταση, έφτιαχνες μια εικόνα στο μυαλό σου»
Αυτά, Βαγγέλη. Κι αν κάποιοι δυσαρεστηθούν, γιατί θα δουν ίσως κομμάτι του εαυτού τους σ’ αυτές τις γραμμές του… «τι έφταιξε», τώρα είναι αργά. Όπως και αργά είναι για την γενιά μου, να μπει μπροστά για να φτιάξει ότι χάλασε.
Και δεν χρειάζονται οι Βουλευτές τα πολιτικά γραφεία, ούτε οι Δήμαρχοι τα κόμματα. Αλλά αυτοί που θα εκλέγονται, θα πρέπει να είναι οι πετυχημένοι της ζωής. Βουλευτής ή Δήμαρχος θα γίνεις ας πούμε, αν έχεις και 5-6 χιλιάδες ένσημα, όχι στην δουλειά του μπαμπά σου ή του θείου σου… Α! και κάτι άλλο σημαντικό. Τίποτε στην πολιτική δεν κληρονομείται, πέραν των ιδεών.