Ήταν ιδιαίτερος ο Λουκανίδης. Ακόμη και στο μικρό του όνομα: Νεοτάκης. Ιδιαίτερος ως ποδοσφαιριστής, αλλά και ως χαρακτήρας. Η ζωή του, σενάριο για ταινία. Γεμάτη ανατροπές, δόξα, συμφορές, γλέντια, δεσμούς και ρήξεις.
Υπήρξε ένας από τους πληρέστερους παίκτες που έβγαλε το ελληνικό ποδόσφαιρο, μπορούσε να αγωνιστεί σχεδόν σε όλες τις θέσεις μέσα στο γήπεδο, πραγματοποίησε σπουδαία καριέρα, στη Δόξα Δράμας, στον Άρη ενώ έγινε «σημαία» του Παναθηναϊκού και κερδίζοντας πολλούς τίτλους.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Ελευθεριάδης / Με πληροφορίες από: protagon.gr, lifo.gr, el.wikipedia.org, sport-retro.gr, Eurokinissi
O άνθρωπος που διέκρινε πρώτος αυτό το σπάνιο χάρισμα του Λουκανίδη δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Πάγκαλο. Τον προπονητή του στη Δόξα Δράμας τη δεκαετία του ’50, πριν ο παίκτης δηλαδή πάρει μεταγραφή για τον Παναθηναϊκό του Άγγλου Χάρι Γκέιμ το 1961, και συνθέσει με τον σπουδαίο Μίμη Δομάζο το κορυφαίο δίδυμο που έχει δει ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Λουκανίδης είχε χάσει τον πατέρα του στην τρυφερή ηλικία των 5 ετών, στην περίοδο της Κατοχής, και λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασης που βίωνε η μητέρα του είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο της Δράμας. Μακριά -όχι μόνο από τη μητέρα του αλλά- και από τα αδέρφια του. Εκεί, οι δάσκαλοί του ήρθαν σε πρώτη επαφή με το σπάνιο ταλέντο του μιας και το ποδόσφαιρο (με αυτοσχέδιες μπάλες από κουρέλια) ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής και το μοναδικό παιχνίδι γι’ αυτόν και τα υπόλοιπα ταλαιπωρημένα παιδάκια.
«Πατερούλη» αποκαλούσε ο Λουκανίδης τον Πάγκαλο όσα χρόνια αγωνίστηκε στη Δράμα, βλέποντας στο πρόσωπό του και τον γονιό που τόσο πολύ στερήθηκε στα παιδικά του χρόνια και όχι έναν προπονητή. Ο Νίκος Πάγκαλος ως προπονητής πάντως άλλαζε θέση στον παίκτη από αγωνιστική σε αγωνιστική για να καλύπτει τις τρύπες που άφηναν οι συμπαίκτες του που έλειπαν λόγω κάποιου τραυματισμού. «Τακούλη θα παίξεις τερματοφύλακας γιατί ο Σαμλίδης έχει χτυπήσει στο κεφάλι» του λέει ο Πάγκαλος πριν από κάποιο κρίσιμο παιχνίδι. «Ναι Πατερούλη» απαντά ο Λουκανίδης, κατεβάζοντας τα ρολά. «Τακούλη μου σήμερα θα παίξεις με το 9 στην πλάτη γιατί ο Κουιρουκίδης έχει βαρύ διάστρεμμα». Σέντερ φορ ο Λουκανίδης και νίκη για τη Δράμα με δικό του μάλιστα γκολ.
«Προσωπικότητες όπως ο Λουκανίδης δεν φεύγουν ποτέ από δίπλα μας και αποτελούν μόνιμα ανεκτίμητη πυξίδα για τον προσανατολισμό όλων μας»
Κάπως έτσι -και ενώ η φυσική του θέση ήταν κεντρικός χαφ και στόπερ- ολοένα και μεγάλωνε ο μύθος για τον νεαρό που μπορούσε να αγωνιστεί παντού. Ένας μύθος που έγινε πραγματικότητα και που τον έφερε στα τέλη των 60s μια ανάσα από την ιταλική Γιουβέντους, σε μια περίοδο που τέτοιες μεταγραφές -για Έλληνες παίκτες- έμοιαζαν μόνο ως κακόγουστο ανέκδοτο. Τελικά το «φλερτ» δεν κατέληξε σε «γάμο» μιας και ο Λουκανίδης δεν τόλμησε ποτέ το μεγάλο ταξίδι για το Τορίνο με τον βασικό λόγο αυτής του της άρνησης το γεγονός πως δεν ήξερε καθόλου Ιταλικά. «Εμείς καλά καλά δεν μιλάμε σωστά ελληνικά, ιταλικά θα μάθουμε;» είχε πει σε κολλητό του και τελικά έφυγε για την Κύπρο και τα χρώματα του ΑΠΟΕΛ.
Βρισκόμαστε στο 1960 και τον παίκτη έχει ήδη προσεγγίσει η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός και φυσικά η ομάδα της καρδιάς του, όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος, ο Παναθηναϊκός. Ο αθλητικός όμως νόμος που ίσχυε τότε δεν έδινε το δικαίωμα σε κάποιο παίκτη να πάρει μεταγραφή για άλλη Ελληνική ομάδα αν πρώτα δεν είχε αγωνιστεί σε ομάδα του εξωτερικού. Κάπως έτσι η επιλογή του ΑΠΟΕΛ δεν ήταν δύσκολη, καθαρά λόγω γλώσσας. Επιτέλους, θα μπορούσε μετά από ένα χρόνο να αγωνιστεί στην ομάδα που τόσο πολύ επιθυμούσε. Ο Λουκανίδης ήταν φίλος του ΠΑΟ από τα χρόνια που έπαιζε στη Δράμα, όταν η Δόξα είχε για σήμα το μαύρο τριφύλλι ως ένδειξη πένθους στη βουλγαροκρατία (χρόνια αργότερα το έμβλημα άλλαξε και έγινε ένας μαυραετός) και αποφάσισε οριστικά πως πρέπει να ντυθεί στα πράσινα το 1959, μετά από ένα ιστορικό παιχνίδι της Δόξας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κόντρα στον ΠΑΟ.
Η ομάδα του έπαιζε με 9 παίκτες και ο ίδιος έκανε τα πάντα στο γήπεδο αγωνιζόμενος στον άξονα και μάλιστα παραλίγο να κερδίσει το παιχνίδι -σχεδόν- μόνος του. Έτρεχε, έκοβε, μοίραζε, απειλούσε. Τελικά ο ΠΑΟ με ένα γκολ του Μίμη Μπενάρδου κέρδισε στις καθυστερήσεις, με τους φίλους των πρασίνων όμως να εισβάλουν στον αγωνιστικό χώρο και να σηκώνουν εκστασιασμένοι τον -αντίπαλο- Λουκανίδη στον αέρα, απαιτώντας την μεταγραφή του στην ομάδα τους και φωνάζοντας υπέρ του συνθήματα. Ο Λουκανίδης δεν μπορούσε να πιστέψει αυτή την έκρηξη λατρείας όπως και οι περισσότεροι συμπαίκτες και αντίπαλοι. Το ’61 και ενώ ο Ολυμπιακός προσφέρει περισσότερα χρήματα στον παίκτη, ο Λουκανίδης θα υπογράψει στον ΠΑΟ και το ίδιο βράδυ θα τα σπάσει με τον αδερφό του Θανάση (παίκτη του Ολυμπιακού) στο μαγαζί που τραγουδούσε ο αγαπημένος του Πάνος Γαβαλάς στην Αχαρνών. Τα μπουζούκια και η καλή ζωή ήταν κάτι που ποτέ δεν έλειψαν στο Λουκανίδη όσα χρόνια έπαιξε ποδόσφαιρο και για πολλούς ήταν και το μοναδικό του ψεγάδι. Τα γλέντια στη Φωκίωνος Νέγρη (τότε καρδιά της νυχτερινής Αθήνας), πριν αλλά και μετά από σπουδαίες αναμετρήσεις, έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα τόσο στον ίδιο όσο και σε συμπαίκτες και απλούς φιλάθλους.
Ο Λουκανίδης είχε χάσει τον πατέρα του στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών, στην περίοδο της Κατοχής, και λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασης που βίωνε η μητέρα του είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο της Δράμας
Τον Ιούλιο του 1963 ο ΠΑΟ θα δώσει τα κλειδιά της ομάδας στον Στέφαν Μπόμπεκ με τον σπουδαίο Γιουγκοσλάβο να μετατρέπει τους πράσινους από μια εξαιρετική ομάδα σε κάτι πραγματικά το ανίκητο. Ο Μπόμπεκ δουλεύει και τελειοποιεί το 4-3-3 πατώντας στις τακτικές του Τζίμι Χόγκαν και έχοντας στον άξονα τους Δομάζο και Λουκανίδη θα φτιάξει την ανίκητη -στην κυριολεξία- ομάδα της σεζόν 1963/64. Ο ΠΑΟ θα κατακτήσει αήττητος το πρωτάθλημα (όντας η μοναδική Ελληνική ομάδα που το έχει καταφέρει) και θα συνεχίσει με μόλις μία ήττα και την επόμενη σεζόν (3-2 από τον Εθνικό), κατακτώντας και πάλι την κούπα του πρωταθλητή. Η αθηναϊκή ομάδα είχε αγγίξει το τέλειο και συνδύαζε την ηρεμία με τα επιθετικά ξεσπάσματα με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούν να αποτυπώσουν τα λόγια. Για να καταλάβετε. Γνωστός μουσικός των Αθηνών -και φίλος των πρασίνων- είχε παρομοιάσει το παιχνίδι της ομάδας με τη μελωδία του Σοπέν «Imrpomptu no4», λέγοντας πως αν αυτή η μελωδία έπρεπε να παιχτεί από ποδοσφαιριστές σε κάποιο γήπεδο, βάζοντας αντί για νότες τις κινήσεις των νούμερων που διέκρινες στις φανέλες των παικτών, ακριβώς αυτό θα άκουγες στην «παρτιτούρα» του γηπέδου. Η δήλωση αυτή όσο κι αν έχει μια δόση υπερβολής (που την έχει) δείχνει με τον καλύτερο τρόπο το στυλ παιχνιδιού εκείνης της ομάδας. Εννοείται πως και με τον Μπόμπεκ στον πάγκο ο Λουκανίδης συνέχιζε να αλλάζει θέσεις δίνοντας πάντα πολύτιμες λύσεις στην ομάδα του και οδηγώντας τη σε σπουδαίες νίκες.
19.5.1957 Δόξα Δράμας – Ολυμπιακός 2-3
Όρθιοι: Πάρης Γρηγοριάδης, Αντώνης Γεωργιάδης, Γιώργος Κοτρίδης, Φάνης Ιγνατίου, Παύλος Γρηγοριάδης, Βαγγέλης Σημπλιώτης, Τάκης Λουκανίδης. Καθήμενοι: Νίκος Πιστικός, Λευτέρης Σαμλίδης, Βασίλης Ιωάννου, Θανάσης Λουκανίδης. Ο μικρός είναι ο γιος του Μάκη Μελίδη.
Η κόντρα του Μπόμπεκ με τους περισσότερους παίκτες το 1967 θα στείλει τον Λουκανίδη στον πάγκο και τελικά στη φυγή, με προορισμό τον Άρη Θεσσαλονίκης το 1969. Οι ένδοξες μέρες σιγά-σιγά άρχισαν να ανήκουν στο παρελθόν και τελικά ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής θα βάλει τέλος στην καριέρα του το καλοκαίρι του 1970. Έχοντας κατακτήσει και ένα κύπελλο Ελλάδος με τον Άρη. Ήταν 33 ετών. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως αν ο ΠΑΟ είχε και τον Λουκανίδη τη χρονιά του Γουέμπλεϊ δεν θα είχε χάσει με τίποτα εκείνο το παιχνίδι κόντρα στον Άγιαξ και πολλοί περισσότεροι πως αν ο παίκτης δεν είχε αδικήσει τον εαυτό του και το ταλέντο του, δουλεύοντας περισσότερο, θα είχε κάνει τεράστια καριέρα -όχι στο ελληνικό ποδόσφαιρο- αλλά στο Ευρωπαϊκό, και σε κορυφαία ομάδα.
Το «φλερτ» με τη Γιουβέντους δεν κατέληξε σε «γάμο» μια και ο Λουκανίδης δεν τόλμησε ποτέ το μεγάλο ταξίδι για το Τορίνο με τον βασικό λόγο αυτής του της άρνησης το γεγονός πως δεν ήξερε καθόλου Ιταλικά
Ο Τάκης Λουκανίδης αγωνίστηκε στην ΑΕΚ Κομοτηνής και στη Δόξα Δράμας, ενώ το 1962 ο Αντώνης Μαντζαβελάκης τον έφερε στον Παναθηναϊκό, την φανέλα του οποίου φόρεσε για 7 χρόνια. Έως το 1969 κατάκτησε 3 πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο με το «τριφύλλι».
Είχε 50 συμμετοχές και 13 γκολ με τη Δόξα Δράμας, ενώ σε 142 αγώνες στην Α΄ Εθνική με τον Παναθηναϊκό σκόραρε 59 φορές και άλλες 12 στο Κύπελλο. Συμμετείχε σε 11 παιχνίδια στην Ευρώπη επιτυγχάνοντας 3 γκολ. Με τον Παναθηναϊκό κέρδισε 3 πρωταθλήματα (1962, 1964, 1965) και ένα κύπελλο (1967).
Έκλεισε την καριέρα του στον Άρη Θεσσαλονίκης, με τον οποίο έπαιξε σε 45 αγώνες και πέτυχε 8 γκολ, ενώ πανηγύρισε και το Κύπελλο το 1970. Επίσης, φόρεσε και την φανέλα της Εθνικής, με την οποία σε 23 αγώνες πέτυχε 3 γκολ.
Πέρασε ευτυχισμένα χρόνια στο πλευρό της γυναίκας της ζωής του, την οποία -το 1965- είχε ακολουθήσει στη Νότια Αφρική, εγκαταλείποντας για μερικούς μήνες τον Παναθηναϊκό. Έτσι ήταν ο Τάκης Λουκανίδης: ασυμβίβαστος. Άνοιξε πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, όμως ποτέ δεν απουσίασε από το γήπεδο όταν έπαιζε η αγαπημένη του ομάδα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1998, που τον βρήκε η μεγαλύτερη συμφορά απ’ όλες. Μετά τον χαμό του 31χρονου γιου του, Γιώργου, σε τροχαίο δυστύχημα, ο πάντα χαμογελαστός Τάκης φόρεσε μαύρα. Δεν ήταν, ποτέ πια, ο ίδιος.
Η οικογένειά του
Ο Νεοτάκης Λουκανίδης γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1937 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας από αγροτική πολύτεκνη οικογένεια. Οι γονείς του ονομάζονταν Γιώργος και Χριστίνα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Θανάση που επίσης υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής της Δόξας και του Ολυμπιακού, τον Χαράλαμπο, την Κωνσταντία και την Σοφία. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, τον οποίο κρέμασαν οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής. Σε συνέντευξή του είχε πει: «Τον είχε καρφώσει ο κουμπάρος του, ο οποίος ήταν και πρόεδρος του χωριού. Μια φορά που γίνονταν αγώνες πάλης στις φυλακές που τον είχαν στις Σέρρες, κάποιος του φώναξε να χάσει επίτηδες για να έχει, ας πούμε, μία καλή μεταχείριση.
Ο πατέρας μου, όμως, ήταν Πόντιος και άρα πεισματάρης. Όχι μόνο δεν έκατσε να χάσει από τον Βούλγαρο φύλακα, αλλά στο τέλος τον νίκησε κιόλας».
Από τότε η μητέρα τους έγινε και πατέρας για τα πέντε παιδιά της. Τους συμπαραστεκόταν ακόμα και στο γήπεδο, στις κερκίδες της θρυλικής Δόξας. Από το 1947 είχαν μετακομίσει στη Δράμα σε ένα σπιτάκι δύο δωματίων και η μάνα του έκανε δυο δουλειές για να ζήσουν. Ωστόσο, τον μικρό Τάκη αναγκάστηκε να τον βάλει στο ορφανοτροφείο, από όπου βγήκε πτυχιούχος της Μέσης Γεωπονικής Σχολής της Κομοτηνής.
Το ξεκίνημα
Ο Τάκης έπαιζε μπάλα στο ορφανοτροφείο της Δράμας και στη Γεωπονική μπήκε στην ομάδα της Σχολής ως τερματοφύλακας αρχικά και έπειτα ως μέσος, αμυντικός, επιθετικός… Σε όποια θέση είχε ανάγκη η ομάδα, μπορούσε να αγωνιστεί.
Υπέγραψε το πρώτο του δελτίο το 1953 στην ΑΕΚ Κομοτηνής. Τον πρότεινε ένας καθηγητής του, που ήταν στο συμβούλιο της ομάδας. Όμως, επειδή δεν σκόπευε να μείνει μόνιμα στην Κομοτηνή, έκανε συμφωνία μόλις τελειώσει τη σχολή να του επιτρέψουν να πάρει μεταγραφή στη Δόξα Δράμας. Δεν τήρησαν το λόγο τους και η μεταγραφή έγινε με επεισοδιακό τρόπο, χάρη στην επιμονή και στην ευστροφία της μητέρας του.
Στη Δόξα
Το 1955 υπογράφει στη Δόξα Δράμας, αλλά ένα σπάσιμο στο χέρι τον αφήνει πίσω στις προπονήσεις την πρώτη χρονιά. Τελικά με μεγάλη προσπάθεια καταφέρνει να παίξει στην πρώτη ομάδα, αν και ήταν μόλις 19 χρονών. Και τι ομάδα: Αντώνης Γεωργιάδης, Παρ. Γρηγοριάδης, Παύλος Γρηγοριάδης, Κοτρίδης, Ιωάννου, Πιστικός κι ο αδελφός του Θανάσης. Παράλληλα, πιάνει δουλειά στην Ηλεκτρική Εταιρεία της πόλης και εξασφαλίζεται επαγγελματικά.
Στα πέντε χρόνια του στη Δόξα γνωρίζει στιγμές δόξας, που παρόμοιες δεν είχε ζήσει ως τότε επαρχιακό σωματείο. Οι μαυραετοί του Βορρά φτάνουν τρεις φορές στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος. Στον τελικό του 1958 στο Στάδιο Καραϊσκάκη κατά του ουσιαστικά γηπεδούχου Ολυμπιακού αγωνίζεται και ο Τάκης. Χάνουν με 1-5, αλλά τον επόμενο χρόνο είναι και πάλι παρόντες στον τελικό. Αντίπαλος ξανά ο Ολυμπιακός. Χάνουν με 1-2 και η Δόξα αποκτά τον τίτλο της «βασίλισσας χωρίς στέμμα».
Το 1959 ο Λουκανίδης και ενώ είναι ποδοσφαιριστής της Δόξα Δράμας δεν μπορούσε να πιστέψει την έκρηξη λατρείας των αντιπάλων φιλάθλων του ΠΑΟ όταν εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο και τον σήκωσαν στον αέρα απαιτώντας την μεταγραφή του στην ομάδα τους και φωνάζοντας υπέρ του συνθήματα
Το 1958 καλείται στην Εθνική ομάδα, ο μόνος παίκτης εκτός ΠΟΚ, για τον αγώνα με την μεγάλη Γαλλία των Φονταίν, Κοπά, για το Κύπελλο Εθνών. Ντεμπούτο του Λουκανίδη αλλά συντριβή με 1-7, μια από τις μεγαλύτερες της εθνικής ομάδας. Επίσης, αγωνίζεται στην Εθνική Ενόπλων κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Στον Παναθηναϊκό
Ο Λουκανίδης προσελκύει πλέον την προσοχή των ομάδων του κέντρου. Πρώτη ενδιαφέρθηκε η ΑΕΚ το 1959 αλλά 2.000 κόσμος συγκεντρώθηκε έξω από τα γραφεία της ομάδας αποτρέποντας τη μεταγραφή. Επίσης, ενδιαφέρθηκε η ιταλική Γιουβέντους, παράγοντες της οποίας τον είχαν δει να αγωνίζεται με την Εθνική Ενόπλων.
Ενδιαφέρεται και ο Παναθηναϊκός, με τον οποίο ο παίκτης τα βρίσκει. Η Δόξα αντιδρά κι έτσι ο Λουκανίδης φεύγει για ένα χρόνο στην Κύπρο, στον Α.Π.Ο.Ε.Λ., από όπου σύμφωνα με κάποιο κανονισμό της εποχής, μπορούσε στη συνέχεια να μεταγραφεί σε οποιαδήποτε ομάδα επιθυμούσε. Τελικά, το 1961 υπογράφει στον Παναθηναϊκό, αφού στο μεταξύ τον είχαν πλησιάσει και παράγοντες του Ολυμπιακού.
Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε ως το 1969, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδος. Υπήρξε μέλος της ομάδας του Παναθηναϊκού που κατάκτησε το μοναδικό αήττητο πρωτάθλημα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στο μεσοδιάστημα γνώρισε τη σύζυγό του, την Άννη, αλλά επειδή δεν τον ήθελαν οι δικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν στη Νότια Αφρική το 1965. Έπαιξε κι εκεί σε μια ομάδα για λίγους μήνες.
Στον Άρη
Η σχέση του με τον Παναθηναϊκό είχε χαλάσει από το 1967 και ο προπονητής Στέφαν Μπόμπεκ δεν τον χρησιμοποιούσε. Τελικά, κατάφερε να πάρει μεταγραφή στον Άρη, στον οποίο αγωνίστηκε μία σεζόν και έφτασε ως την κατάκτηση του Κυπέλλου. Ήταν το τέλος μιας λαμπρής καριέρας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που είχε ανοίξει στην Κυψέλη.