12 C
Drama
Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου, 2025

Τάνια Τσανακλίδου

«Τη Δράμα, τη γενέθλια πόλη τη θυμάμαι καλά»

Η Τάνια Τσανακλίδου, με καταγωγή από τη Δράμα, είναι μια ερμηνεύτρια που έχει «σφραγίσει» με τη φωνή και την ευαισθησία της μερικά από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του σύγχρονου ελληνικού ρεπερτορίου. Έχει συμπληρώσει 50 χρόνια στη δισκογραφία. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και τραγούδησε στην απονομή των βραβείων του Φεστιβάλ Καννών με τα «Παιδιά του Πειραιά». Στο αφιέρωμα αυτό, γίνεται μια προσπάθεια να ξεδιπλωθεί ολόκληρη η πορεία της Τάνιας Τσανακλίδου, η οποία ξεκίνησε τη ζωή της από τη Δράμα και στην οποία αναφέρεται συχνά με κάθε ευκαιρία.

Με πληροφορίες από: wikipedia, debater, enimerotiko, Antivirus, lifo

Επιμέλεια Βαγγέλης Ελευθεριάδης

Όταν την ρώτησαν αν κάναμε ταινία τη ζωή της Τάνιας Τσανακλίδου με ποια σκηνή θα ξεκινούσαμε…

«Με εμένα 4 χρόνων στη Δράμα. Σε ένα σπίτι νεοκλασικό, μονοόροφο, ελαφρά υπερυψωμένο. Είναι μεσημέρι, τότε μας έβαζαν οι γονείς μας για ύπνο, αλλά εγώ είχα ανέβει στο περβάζι του παραθύρου λέγοντας στα αδέρφια μου «τώρα θα σας παίξω θέατρο». Λίγο μετά, βέβαια, παραπάτησα και έπεσα κάτω και τις έφαγα από τη μάνα μου, αλλά δεν πειράζει. Γιατί αυτή η σκηνή; Γιατί ενώ δεν είχα τις προσλαμβάνουσες, να ξέρω δηλαδή «τι είναι θέατρο», «τι είναι σκηνή», κάτι κουβαλούσα μέσα μου, κάτι ήταν γραμμένο.
Μια άλλη εικόνα θα ήταν με εμένα και τους δικούς μας σε ένα κέντρο κάπου κοντά στον Λευκό Πύργο. Είχε κερδίσει η Δόξα Δράμας και ο πατέρας μου μας πήγε για να το γιορτάσουμε. Το κέντρο αυτό είχε και μια τραγουδίστρια. Κάποια στιγμή – πάρα πολύ μικρή εγώ – έφυγα από το τραπέζι των γονιών μου και πλησίασα την τραγουδίστρια λέγοντάς της: «Εγώ τραγουδάω καλύτερα από σένα». Εκείνη τότε μου απάντησε: «Ναι, ε! Έλα να μας πεις τι τραγουδάς». Ανέβηκα πάνω στην καρέκλα και είπα ένα ποίημα. «Την κούκλα μου την έβαλα μπροστά στον παπαγάλο, της έφαγε τα μάτια της και τώρα τι να κάνω». Όλα αυτά τα συμβάντα ήταν σαν να μου έδειχναν τον δρόμο.

«Η μάνα και ο πατέρας μου, παρόλο που δεν είχαν οικονομική άνεση, πάντα υποστήριζαν οποιαδήποτε επιθυμία μας. Με στερήσεις αυτά, γιατί δεν υπήρχε περίσσευμα»

Γεννημένη στη Δράμα το 1952 και με καταγωγή από το Πλοέστι της Ρουμανίας και την Ανατολική Ρωμυλία και Θράκη, η Τάνια Τσανακλίδου έζησε για λίγο στη Ξάνθη αλλά η οικογένειά της πήρε την απόφαση να μετακομίσουν όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη.

Από πολύ μικρή ηλικία η Τάνια Τσανακλίδου είχε δείξει το ταλέντο και το ενδιαφέρον της γύρω από την υποκριτική και πήρε την απόφαση να κάνει την αγάπη της επάγγελμα. Έτσι, παράλληλα με τις σπουδές της στην αρχαιολογία, αποφάσισε να σπουδάσει και υποκριτική στην Δραματική Σχολή Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Λίγο μετά τα 20 έτη της, η Τάνια Τσανακλίδου ξεκίνησε να τραγουδάει στην μπουάτ «Λήδρα» και σιγά – σιγά ξεκίνησε να συμμετέχει και σε κάποιους δίσκους.

Άρχιζε να διαφαίνεται καθαρά ο δρόμος…

Από πολύ νωρίς. Από τα 8 – 16 εγώ έπαιζα στο παιδικό θέατρο Μαίρη Σοΐδου. Και μετά τα 16 μου στο Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης. Όταν, τώρα, πήγα Γυμνάσιο γράφτηκα στην κινηματογραφική λέσχη Θεσσαλονίκης – είχαμε δικτατορία τότε. Εκεί είδα εκπληκτικές ταινίες και τότε αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης στο σινεμά. Τότε, όμως, δεν υπήρχε σχολή πανεπιστημιακού επιπέδου, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Υπήρχε μόνο στη Νέα Υόρκη. Τους έγραψα ένα γράμμα και όταν μου απάντησαν για τα δίδακτρα, κατάλαβα ότι δε θα μπορέσω να το κάνω. Μου έδωσαν, ωστόσο, την εναλλακτική να πάω με υποτροφία αποφοιτώντας από μια σχολή ανθρωπιστικών σπουδών. Έτσι μπήκα στη Φιλοσοφική, ταυτόχρονα όμως πήγα κι στη δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Κάτι άλλο που μπήκε στη ζωή μου από πάρα πολύ νωρίς ήταν και η ποίηση. Έγραφα ποιήματα από πάρα πολύ μικρή. Μάλιστα στην 6η Γυμνασίου βραβεύτηκε ένα διήγημά μου, από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Όλο μου το χαρτζιλίκι δεν πήγαινε ούτε σε ρούχα ούτε σε παπούτσια. Αγόραζα βιβλία ποίησης. Μάλλον γιατί δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς την ομορφιά της τέχνης. Ήταν για μένα το ίδιο σημαντική όσο και η τροφή.

Η μάνα μου και ο πατέρας μου, παρόλο που δεν είχαν οικονομική άνεση, πάντα υποστήριζαν οποιαδήποτε επιθυμία μας. Με στερήσεις αυτά, γιατί δεν υπήρχε περίσσευμα. Είχαν μια έφεση στην ομορφιά. Να φανταστείς δεν τρώγαμε ποτέ σε πλαστικό τραπεζομάντηλο. Όσο και να μας έλειπαν τα χρήματα, το τραπεζομάντηλο ήταν πάντα υφασμάτινο και το τραπέζι είχε πάντα και λίγα λουλούδια. Αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά. Γιατί εθίζεσαι στην ομορφιά και την θεωρείς απαραίτητο συμπλήρωμα για να αναγνωρίσεις τη ζωή σου ως κανονική.

Μια γυναίκα που αγαπούσε την τέχνη και ήθελε να κυνηγήσει τα όνειρά της

Για μένα ήταν. Γιατί ήμουν τυχερή και ζούσα μέσα σε ιδανικές συνθήκες. Στα πρώτα χρόνια της δραματικής σχολής με είχαν πάρει και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συμμετείχα σε πολλές παραστάσεις. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Σαν να έκανα ενισχυμένες σπουδές στο θέατρο. Τότε είχα και την τύχη να είναι διευθυντής ο Γιώργος Κιτσόπουλος. Παρόλο που ήταν τα χρόνια της Χούντας, ο ίδιος ήταν ένας υπέροχος διευθυντής, πολύ ανοιχτόμυαλος. Θυμάμαι, μάλιστα, που κάποια στιγμή πήγαν και με κατήγγειλαν ως αναρχοκουμουνίστρια. Με είχε φωνάξει για να με προειδοποιήσει να προσέχω τους φίλους μου. Εντελώς προστατευτικά. Όταν μετά ήρθα στην Αθήνα ξεκίνησα να δουλεύω αμέσως. Δούλεψα στον «Μορμόλη». Με πήρε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στη Λήδρα. Έκανα δισκογραφία με τον Γιάννη Σπανό, με τον Μαρκόπουλο και μετά την μεταπολίτευση με τον Χρήστο Λεοντή. Μου ήρθαν πολύ εύκολα τα πράγματα. Ήμουν πολύ τυχερή. Άλλοι παιδεύτηκαν πολύ περισσότερο. Εμένα μου ήρθαν εύκολα και γι΄αυτό και είμαι ευγνώμων.

Η Τάνια Τσανακλίδου αισθάνεται περήφανη για…

Για πολλά. Για όλη την πρώτη μου περίοδο που τραγουδούσα πολιτικά τραγούδια. Είμαι περήφανη γι΄ αυτό και το πέρασμά μου στις μπουάτ με τον Μανώλη Μητσιά, τον Αντώνη Καλογιάννη, με τον Μαρκόπουλο, τον Χρήστο Λεοντή και τον Νίκο Ξυλούρη. Είμαι περήφανη που το ‘75, τα παράτησα και πήγα στον Κουν και χωρίς να είμαι μαθήτριά του, του ζήτησα να με πάρει στον θίασο. Ο Κουν γέλασε και μου είπε πως «εσύ είσαι γνωστή και βγάζεις αρκετά χρήματα», αλλά εγώ του απάντησα ότι δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, αρκεί να είμαι δίπλα του. Με πήρε και μου έδωσε τον ρόλο της Ιρίνα στις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ. Είμαι περήφανη για το πρώτο «Μαγικό Κουτί» μου. Για τα προγράμματα που έκανα στο «Μετρό». Είμαι περήφανη που κανένα κόμμα δεν μου έδωσε συναυλία. Πολύ περήφανη γι΄ αυτό. Είμαι περήφανη που στέκομαι στα πόδια μου μόνη μου και δεν είχα ποτέ κόλακες, ποτέ καμία αυλή. Που, παρότι γνώρισα και έκανα παρέα με πολύ σημαντικά πρόσωπα, δεν εξαργύρωσα τίποτα απ΄ αυτά. Είμαι τυχερή που γνώρισα τον Χατζηδάκι, τον Γκάτσο, τον Ελύτη, που έκανα παρέα με την Καρέζη, τη Βουγιουκλάκη, με τον Σταμάτη Φασουλή, με τη Μελίνα. Θεωρώ, όμως, ότι ο μεγαλύτερος δάσκαλός μου – φοβερά γενναιόδωρος και επιδραστικός – είναι ο Γιώργος Μαρίνος. Εκείνος μου έμαθε πώς να στέκομαι στην σκηνή. Θυμάμαι ότι είχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά όταν βγαίναμε έξω και έσκιζα. Άλλοι καλλιτέχνες δεν ξέρω αν θα ήταν τόσο χαρούμενοι. Ο Γιώργος χοροπήδαγε στην καρέκλα του. Αυτός, λοιπόν, μου έδειξε -και το κράτησα και εγώ- να χαίρομαι με τους συνεργάτες μου.

«Είμαι τυχερή που γνώρισα τον Χατζηδάκι, τον Γκάτσο, τον Ελύτη, που έκανα παρέα με την Καρέζη, τη Βουγιουκλάκη, με τον Σταμάτη Φασουλή, με τη Μελίνα. Θεωρώ, όμως, ότι ο μεγαλύτερος δάσκαλός μου είναι ο Γιώργος Μαρίνος»

Όταν ρωτήθηκε για το αν συνδέεται η αξία ενός καλλιτέχνη με την πολιτική του στάση, είπε:

Απόλυτα! Τι κάνει η τέχνη; Είναι θεραπεία στην ψυχή των ανθρώπων. Και αυτό δεν γίνεται αν δεν είσαι υπέρ του ανθρώπου. Είναι αντιφατικό. Δεν είναι τέχνη αυτό. Μπορείς να κάνεις ένα επάγγελμα, αλλά δεν είσαι καλλιτέχνης. Και δεν εννοώ να είσαι απαραίτητα αριστερός, αλλά τι να κάνουμε τώρα που προς τα αριστερά θα δεις τον ανθρωπισμό να είναι υπέρτατο αξίωμα και ζητούμενο. Θεωρώ, επίσης, ότι κανείς μας δεν έχει το δικαίωμα να είναι αμέτοχος στα πολιτικά. Δεν γίνεται να μην μετέχεις στα πολιτικά θέματα με τη στάση και την κρίση σου. Ένας καλλιτέχνης που έχει τις κεραίες του ανοιχτές δεν μπορεί να μην μετέχει δεν γίνεται. Δεν σου λέω ότι πάντα πρέπει να θέτεις το πολιτικό στην τέχνη σου, αλλά όταν ο καιρός το απαιτεί πρέπει να το κάνεις. Είναι χρέος του καλλιτέχνη.

Σε συνέντευξή της έχει εξομολογηθεί:

Έφυγα μικρή, τεσσάρων χρόνων στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στη μεγάλη πόλη, είχε πει. Ζούσαμε πάντα κέντρο. Ναβαρίνου, Χρυσοστόμου Σμύρνης τα τελευταία σπίτια. Πάντα με τα πόδια. Τσιμισκή πάνω κάτω, Γκιγκιλίνης, έρωτες. Πήγαινα στο 1ο Θηλέων στη Β. Σοφίας. Η ζωή συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Στην πρώτη στεναχώρια, στο πρώτο στρίμωγμα και εγώ και η μάνα μου και τα αδέρφια μου κατεβαίναμε στη θάλασσα. Έχω μια εικόνα του αδερφού μου να τον έχει μαλώσει η μάνα μου και έφυγε από το σπίτι. Κατεβαίνοντας με τους φίλους μου βόλτα στη θάλασσα τον είδα εκεί στα σκαλοπάτια που έδεναν τις βάρκες να κάθεται μόνος. Ήταν μια εικόνα που συντάραξε. Μια εικόνα μεγάλης λύπης. Ένα παιδάκι επτά χρόνων να κάθεται βαθιά λυπημένο στη θάλασσα. Ότι καημό είχαμε πηγαίναμε στη θάλασσα. Θυμάμαι με γλύκα τα φοιτητικά χρόνια, το Φιλώτα, το κυλικείο στη Φιλοσοφική. Τους καθηγητές μου. Τους εξαιρετικούς δασκάλους στο γυμνάσιο. Ερωτευόμουνα τους δασκάλους μου. Ήθελα να είμαι αρεστή, η καλύτερη μαθήτρια για να με αγαπάνε οι δάσκαλοι. Μου άνοιξαν το μυαλό. Είχα την Ελένη την Κακριδή φιλόλογο που λάτρευε τον Όμηρο και τον λατρέψαμε και εμείς. Η Ζιπίδου, ο μαθηματικός μου ο Μπάμπης Λασκαρίδης. Που μου επέτρεπαν να λύνω με δικούς μου τρόπους. Δεν ξεχνώ τους δασκάλους μου.

Σε άλλη της συνέντευξη είχε πει:

«Ξεκίνησα με το παιδικό θέατρο της Μαίρης Ζωύδου σε ηλικία οκτώ ετών και στα 10 έπαιζα στο «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε» στον θίασο Μυράτ – Ζουμπουλάκη. Εκεί μαγεύτηκα από τους αριστουργηματικούς ηθοποιούς και τη μουσική του Χατζιδάκι. Υπήρξα ένα πολύ ζωηρό παιδί, με τα παιχνίδια στις αλάνες και τις αλητείες, αλλά διάβαζα σαν παλαβή. Σαν να μην μου έφτανε η ζωή που ζούσα και ήθελα και μιαν άλλη» είχε πει.

«Πήγα στην πρώτη μου διαδήλωση σε ηλικία 12 ετών. Ήταν η εποχή που πλακώνονταν οι Λαμπράκηδες με τους τύπους της ΕΡE. Από τη δημοκρατική μου καταγωγή απουσίασαν τα βύσματα για να μας βολέψουν κάπου και, έχοντας γονείς με ελεύθερο πνεύμα και σχεδόν μποέμικη διάθεση, ταλαιπωρηθήκαμε οικονομικά, αφού όσα βγάζαμε τα τρώγαμε αμέσως, κάτι που το χαίρομαι, γιατί δεν είμαστε μίζεροι, κανένα από τα πέντε αδέρφια. Όλοι έχουμε κάκιστη, ελεεινή σχέση με το χρήμα. Έχουμε ζήσει πολλές ζωές κι έχουμε βιώσει βαθιές ηδονές και συγκινήσεις. Έχουμε μάθει να χαιρόμαστε το τίποτα. Έτσι μεγαλώσαμε».

Όπως αποκάλυψε, από τα 16 μέχρι τα 40 της, «πάλευε» με την ιδέα του θανάτου, με αποκορύφωμα την στιγμή που «πάτησε» την τέταρτη δεκαετία της ζωής της, οπότε και έπαθε σοβαρή κρίση ηλικίας: «Μέχρι τότε έλεγα μεγαλοστομίες. Στα 40 μου, που λες, που ήμουν και κουκλάρα, μου φέρνουν τα ανίψια μου μια τούρτα στα γενέθλιά μου. Είπα τότε ότι θα σβήσω 40 κεράκια, γιατί ήταν μια σημαντική επέτειος στη ζωή μου. Σημειωτέον, επειδή τα γενέθλιά μου έπεφταν πάντα σχεδόν μες στη Μεγάλη Εβδομάδα, σπάνια τα γιορτάζαμε στο σπίτι μου. Την ώρα, λοιπόν, που σκύβω να σβήσω τα κεράκια, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και βλέπω μια μούρη κρεμασμένη… Μια εικόνα του εαυτού μου που δεν την ήξερα. Παθαίνω σοκ. Σοκ! Δεν έβλεπα την ώρα να φύγουν όλοι και μόλις έφυγαν, πατάω ένα κλάμα! Μπήκα στην πρώτη κρίση ηλικίας στα 40 μου, μολονότι ήμουν ακόμα και όμορφη και δημιουργική! Έκανε πάρα πολύ καιρό να μου περάσει η κρίση αυτή. Την ίδια περίοδο είχα και σχέση με τον Άλκη Κούρκουλο, έναν πολύ νεότερό μου άνδρα, κι αισθάνθηκα πραγματικά πολύ άσχημα!»

Στη συνέχεια, είχε παραδεχτεί πως έζησε την ζωή της «στο κόκκινο», αποζητώντας τον έρωτα: «Ποτέ δεν την ήθελα τη συντροφικότητα, αφού ήμουν παθιασμένη με τον έρωτα. Από την ώρα που ξυπνάω μέχρι την ώρα που κοιμάμαι σκέφτομαι αυτόν και μόνο αυτόν κάθε φορά, τίποτε άλλο. Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο, δεν με απασχολεί τίποτε άλλο! Ζω σε έναν πυρετό, έχω πυρετό, πώς το λένε;»

«Μαμά, γερνάω»: Η ιστορία του θρυλικού τραγουδιού που ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο

Ο Γιώργος Παπαστεφάνου είχε πει: Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Τσανακλίδου μπροστά στις κάμερες για την εκπομπή «Οι φίλοι μου» το 2001, της είχα πει πως για μας που δεν κάναμε οικογένεια, θα λένε ότι ζήσαμε μια πολύ ωραία ελεύθερη ζωή, αλλά ότι θα έχουμε άσχημα γεράματα. «Γιώργο, έξι αδέλφια ήμασταν εμείς, αλλά οι γονείς μου έφυγαν μόνοι» μού απάντησε η Τάνια. Μόνη έφυγε και η δική μου η μητέρα. Θα πήγαινε στη Ρόδο για τις καλοκαιρινές της διακοπές κι εγώ είχα περάσει από το σπίτι της για να την αποχαιρετήσω και να αφήσω και την σακούλα με τα άπλυτα, «που ακόμα δεν ήξερα να πλένω».

«Για όλη την πρώτη μου περίοδο που τραγουδούσα πολιτικά τραγούδια. Είμαι περήφανη. Είμαι περήφανη που κανένα κόμμα δεν μου έδωσε συναυλία. Πολύ περήφανη γι΄αυτό»

Το ταξίδι στη Ρόδο έγινε τελικά μια μέρα αργότερα για την κηδεία της στον οικογενειακό τάφο, στο παλιό νεκροταφείο του Άη Δημήτρη. Ήτανε 1990. Δύο χρόνια πριν, σε έναν από τους ωραιότερους δίσκους της καριέρας της, η Τάνια Τσανακλίδου είχε τραγουδήσει ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια. «Μαμά γερνάω» σε μουσική, όπως και στα υπόλοιπα τού δίσκου, του ακούραστου, ανεξάντλητου Σταμάτη Κραουνάκη. Η ίδια η Τάνια είχε παραγγείλει τους στίχους στην Λίνα Νικολακοπούλου και η συγκίνησή της όταν είπε στο στούντιο το τραγούδι, έχει αποτυπωθεί και στο βινύλιο.

Εγώ το στούντιο το φοβόμουν από μικρή ηλικία

Πρωτομπήκα να γράψω το ‘73 με τον «Μορμόλη» του Σπανού, κατευθείαν, χωρίς να έχω κάνει 45άρι δισκάκι. Ταυτόχρονα σχεδόν με τη «Θητεία» του Μαρκόπουλου. Δηλαδή, μέρες του ‘73, γινόταν το Πολυτεχνείο κι εγώ τραγούδαγα στο στούντιο «Μαλαματένια Λόγια». Λίγο μετά ήρθε ο Χρήστος Λεοντής, που τον αγαπώ πολύ, με το «Καπνισμένο Τσουκάλι», το «Αχ, έρωτα» και τις «Παραστάσεις» του.

Είμαι περήφανος άνθρωπος, πολύ περήφανος!

Αν μου λέγατε ποιο θεωρώ ελάττωμα ή προτέρημα πάνω μου, θα έλεγα την περηφάνια. Το είχα από παιδί αυτό και το ‘χω ακόμη. Πήρα σκληρές αποφάσεις στη ζωή μου εξαιτίας αυτής της περηφάνιας. Και η απόσυρσή μου από τον έρωτα άλλαξε ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου. Άρχισα να ξυπνάω πρωί, να μην πηγαίνω πουθενά τα βράδια, να προτιμώ να ζω στο χωριό, να περνάει απ’ το μυαλό μου μέχρι και ότι θα προτιμούσα να είχα κάνει μια συμβατική ζωή.

Απομυθοποίησα καλλιτέχνες αλλά και λάτρεψα

Βέβαια, πολλούς! Και άλλους τόσους λάτρεψα! Ακόμη έχω στ’ αυτιά μου τον ήχο της φωνής του Κουν, του Τσαρούχη, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Γκάτσου, του Λοΐζου, των πυλώνων του πολιτισμού μας. Θυμάμαι όταν μπήκα στο στούντιο για να με διευθύνει ο Χατζιδάκις στο τραγούδι του Μελετόπουλου και του Δαβαράκη για τους Αγώνες της Κέρκυρας. «Θέλω να τραγουδήσεις σαν τη Ζάρα Λεάντερ» μου είπε κι εγώ δεν είχα ιδέα ποια ήταν η συγκεκριμένη τραγουδίστρια. Αυτός τα κατάφερε! Με τα μάτια του, που κοιτούσαν μες στα δικά μου, με τα νεύματα, με τις κινήσεις του, όταν έφυγα από το στούντιο κι έτρεξα αμέσως να βρω δίσκο της Λεάντερ, όταν την άκουσα, είπα: «Μα, όντως, τραγούδησα σαν τη Ζάρα Λεάντερ!». Ακόμη νιώθω ότι ο κόσμος χάθηκε κι έμεινε μια θάλασσα κι εκείνος με έχει μαζί του σε μια βάρκα και με οδηγεί. Τι ωραία, τι πλούτος! Αυτό είναι πλούτος, όχι τα σπίτια στην Εκάλη και στη Φιλοθέη. Πλούτος ακόμη είναι ο ψυχικός, το ήθος κάποιων ανθρώπων που γνώρισα και αγάπησα, όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και το φιλαράκι μου, ο συχωρεμένος ο Σάκης Μπουλάς. Από τους πιο καλόψυχους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ οι δύο αυτοί άνθρωποι.

«Μου ήρθαν πολύ εύκολα τα πράγματα. Ήμουν πολύ τυχερή. Άλλοι παιδεύτηκαν πολύ περισσότερο. Εμένα μου ήρθαν εύκολα και γι΄ αυτό και είμαι ευγνώμων»

Η πορεία της

Αρχή της καριέρας, δεκαετία 1970

Σε ηλικία 21 χρονών κατέβηκε στην Αθήνα, όπου έπαιζε στον Μορμόλη, ενώ το βράδυ τραγουδούσε στη μπουάτ «Λήδρα» μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ συμμετείχε και στον δίσκο του «Θητεία». Το 1974 έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Ανήσυχα νιάτα», και το 1975 εργάστηκε στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» με τον Κάρολο Κουν στις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ. Το 1976 τραγούδησε μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη στο δίσκο Ερωτόκριτος. Το 1978 συμμετείχε στη σειρά «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», εκπροσώπησε την Ελλάδα στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision που έγινε στο Παρίσι και τραγούδησε στην απονομή των βραβείων του φεστιβάλ των Καννών με τα «Παιδιά του Πειραιά». Μέχρι το 1979 είχε συμμετάσχει σε 9 δίσκους, είτε δικούς της, είτε ερμηνεύοντας τραγούδια του δίσκου. Το 1980 απέσπασε βραβείο ερμηνείας στο γαλλικό «Rose d’or».

Δεκαετία 1980

Το 1981 έπαιξε τον ρόλο της Εντίτ Πιάφ στο Αθηναϊκό Κηποθέατρο, όπου απέσπασε υμνητικές κριτικές. Η ίδια θεωρεί την Πιάφ σαν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της καριέρας της, ενώ της έχει αφιερώσει δίσκο όπου διασκεύασε τραγούδια της, ήταν ο δίσκος «Piaf» (1981). Στα μέσα της δεκαετίας ξεκινά μια συνεργασία με τον Γιάννη Σπανό με τους δίσκους «Φίλε» (1982) και «Της βροχής και της νύχτας» (1984). Το 1987 στο δίσκο Ρινγκ, των Τάκη Μπουγά και Κώστα Τριπολίτη (Κώστας Άλλος), τραγουδάει 5 τραγούδια. Το 1986 συνεργάζεται με τον Κώστας Τουρνάς και συμμετέχει στον δίσκο του Κλισέ και ερμηνεύει μαζί του το τραγούδι Έλλη. Το 1988 γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου όπου μαζί δημιουργούν τον δίσκο «Μαμά γερνάω», έναν από τους καλύτερους δίσκους της, όπου εμπεριέχονται μερικά από τα πλέον κλασικά και διαχρονικά τραγούδια της. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80 έκανε μεγάλες συναυλίες στο εξωτερικό.

«Από μικρή δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς την ομορφιά της τέχνης. Ήταν για μένα το ίδιο σημαντική όσο και η τροφή»

Δεκαετία 1990

Το 1990 κυκλοφορεί τον δίσκο «Αλλιώτικη μέρα» που κάνει αίσθηση. Ο δίσκος περιέχει εννέα τραγούδια του Τάκη Μπουγά και τέσσερα του ηθοποιού Χρήστου Ευθυμίου ενώ σε δύο τραγούδια του Τάκη Μπουγά (Αλλιώτικη μέρα, Για να σου μάθω μοναξιά) συμμετέχει στις κιθάρες ο Νότης Μαυρουδής. Διάφορα προβλήματα με τη δισκογραφική της εταιρεία αλλά και προσωπικές αναζητήσεις, την κρατούν μακριά από τη δισκογραφία, όχι όμως κι από το τραγούδι. Επιστρέφει το 1995 με τον δίσκο «Τραγούδια του παράξενου κόσμου» σε συνεργασία με το συνθέτη Γιώργο Ανδρέου, όμως εξακολουθεί να απέχει από τη δισκογραφία αν δεν υπάρχει κάτι ουσιαστικό να πει.
Το 1996 δημιούργησε με τον πιανίστα Τάκη Φαραζή «Το μαγικό κουτί», μία μουσικοθεατρική παράσταση που βασίστηκε στο ποίημα της Κικής Δημουλά «Ο πληθυντικός αριθμός», καθώς και σε αποσπάσματα από το «Άσμα ασμάτων» του Σολομώντα, τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα και τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Οι μουσικές συνθέσεις ήταν του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη, της Ελένης Καραΐνδρου, του Γιάννη Σπανού, του Σταμάτη Κραουνάκη και άλλων συνθετών. Συμμετείχε και σε μουσική παράσταση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Πάτρας με θέμα τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεύοντας τραγούδια του Έλληνα συνθέτη με τους Κώστα Μακεδόνα και Γιάννη Μπέζο.

Δεκαετία 2000

Το 2001 συνεργάζεται με τον Μιχάλη Δέλτα στον δίσκο «Το χρώμα της μέρας» όπου παρουσιάζει ένα άλλο της πρόσωπο ερμηνεύοντας δικά της κομμάτια με έντονη ηλεκτρονική μουσική. Κλασικό θα μείνει το τραγούδι «Μια αγάπη μικρή». Στη συνέχεια εμφανίζεται στο «Μετρό» με τεράστια επιτυχία για αρκετές σεζόν, ενώ κυκλοφορεί έναν διπλό επετειακό δίσκο με ζωντανές ηχογραφήσεις και ξαναεκτελέσεις αγαπημένων της τραγουδιών. Τον Μάρτιο του 2008 αποφασίζει να επιστρέψει στο θέατρο με το έργο «Ο ήχος του όπλου». Τον Νοέμβριο του 2009 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Προσωπογραφία».

Δεκαετία 2010

Η νέα δεκαετία τη βρίσκει να εμφανίζεται στο Μετρό το χειμώνα 2010-11. Οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις την ταράζουν και μετά από κάποιες συναυλίες το καλοκαίρι του 2011 αποφασίζει να αποσυρθεί στις Μηλιές Πηλίου φτιάχνοντας την δική της γωνιά «Το ρόδο και το αηδόνι». Τον Οκτώβρη του 2013 εμφανίζεται στην παράσταση Cabaret στο ρόλο της Φρόιλαιν Σνάιντερ σε σκηνοθεσία Κωνστανίνου Ρήγου. Αμέσως μετά τον Φεβρουάριο του 2014 ξεκίνα μια σειρά εμφανίσεων με την Χαρούλα Αλεξίου.

- Διαφήμιση -

Δημοφιλή Εβδομάδας