13.6 C
Drama
Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου, 2025

Βασίλης Τσιαμπούσης

Ο άοκνος εργάτης του πνεύματος

Ο Βασίλης Τσιαμπούσης, ο δικός μας πολυβραβευμένος συγγραφέας, ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία σπουδάζοντας Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Η συγγραφή μπήκε στη ζωή του αιφνίδια και αναπάντεχα, οδηγώντας τον σε νέα μονοπάτια.

Συνέντευξη Βαγγέλης Ελευθεριάδης

Την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο: «Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα», την εξέδωσε το 1988, 2η έκδοση Νεφέλη, 1990, 3η έκδοση Κέδρος, 2003).
Το 1993, από τις εκδόσεις Κέδρος, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο: «Εκτός έδρας».
Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων: «Χερουβικά στα κεραμίδια», (Κέδρος, 1996, 2η έκδοση 1998) και «Η γλυκιά Μπονόρα», (Κέδρος, 2000).
Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο: «Να σ’ αγαπάει η ζωή», (Πατάκης, 2004, 2η έκδοση 2005), τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Πέτρου Χάρη και μεταφράστηκε στα Αλβανικά.
Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων: «Σάλτο Μορτάλε», (Μεταίχμιο, 2011).
Το 2013, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το μυθιστόρημα του με τίτλο: «Γαλάζια Αγελάδα» και το 2017 η συλλογή διηγημάτων: «Πούρα Γεμιστά», (Εκδόσεις Εστίας).
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης, έγραψε και δύο νουβέλες: «Ο κήπος των ψυχών (εκδόσεις Εστία 2021), η οποία έλαβε το Βραβείο Νουβέλας του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» (2022), και τη «Χυμευτή αγάπη μου», (Εκδόσεις Εστία, 2024).
Επίσης, το 2024, του απονεμήθηκε, για το σύνολο του έργου, το Μακεδονικό Βραβείο, καθώς και τιμητική διάκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Μια επιλογή διηγημάτων του με τίτλο: «Antologia de relatos» (2019), εκδόθηκε στην Ισπανία.
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης, την αγάπη του για την πόλη που γεννήθηκε, εργάστηκε και δεν εγκατέλειψε ποτέ, παρά τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, την εκφράζει όχι μόνο μέσω του συγγραφικού του έργου, αλλά και μέσω της ενεργής ενασχόλησης του, ως διευθυντής σύνταξης, του Δραμινού περιοδικού τέχνης και πολιτισμού, «Δίοδος 66100», από το 2008 έως και σήμερα.

«Ο μεγαλύτερος κριτής της δουλειάς ενός συγγραφέως είναι ο χρόνος»

– Κύριε Τσιαμπούση, πότε ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνία; Τι στάθηκε αφορμή γι’ αυτό;
– Το 1984, διορισμένος στη δημόσια Τεχνικοεπαγγελματική Εκπαίδευση, στάλθηκα για τετράμηνη μετεκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη. Τις ελεύθερες ώρες μου τις περνούσα στο «Κατώι του βιβλίου», ένα παραδοσιακό βιβλιοπωλείο επί της οδού Αριστοτέλους. Εκεί, σε έναν μεγάλο πάγκο, εκθέτονταν τα βιβλία όλων των Θεσσαλονικιών συγγραφέων, τα πιο πολλά συλλογές διηγημάτων. Επειδή είχα ζήσει στην πόλη ως φοιτητής, άρχισα να τ’ αγοράζω και, μόλις διάβαζα το ένα, συνέχιζα με το επόμενο. Τότε, με το θάρρος της άγνοιάς μου περί την λογοτεχνία, σκέφτηκα ότι τέτοια κείμενα θα μπορούσα να γράψω κι εγώ.
Ξεκίνησα, λοιπόν, και έκανα καμιά εικοσαριά διηγήματα που τα εξέδωσα με δικά μου χρήματα το 1988. Ήταν ένα πολύ όμορφο σε εμφάνιση βιβλίο με τίτλο «Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα». Το εξώφυλλο και η επιμέλεια των κειμένων ήταν του φιλόλογου Χρίστου Φαράκλα. Θα πρέπει επί τη ευκαιρία να πω ότι στα πρώτα μου βήματα ο Χρίστος, αλλά και ο Τάσος Μουμτζάκης ήταν πολύτιμοι σύμβουλοί μου και κοντά τους έμαθα πολλά πράγματα. Επίσης, πρέπει να αναφέρω ότι την έκδοση την έκανε με ελάχιστα χρήματα, χαριστικά, ο Νίκος Σιμόπουλος που τότε ήταν συνέταιρος στην εκδοτική επιχείρηση Infoprint.
Παίρνοντας τα τυπωμένα βιβλία στα χέρια μου ξεκίνησα να τα στέλνω σε εφημερίδες και περιοδικά. Αναπάντεχα, σε λιγότερο από έναν μήνα δημοσιεύτηκαν για το βιβλίο μου δύο επαινετικότατες κριτικές, πράγμα σπάνιο τα χρόνια εκείνα για βιβλίο που δεν είχε εκδοθεί από επίσημο εκδοτικό οίκο. Τελικά, ο εκδοτικός οίκος «Νεφέλη» μού ζήτησε να εκδώσει το βιβλίο, όπως και έγινε. Και την επόμενη χρονιά ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, βραβείο που πάντως δεν έλαβα. Κάτι που επαναλήφθηκε άλλες τρεις φορές, τις δύο για συλλογές διηγημάτων μου και τη μία για τη νουβέλα μου «Ο κήπος των ψυχών».

«Το άρτιο λογοτεχνικό έργο αναδεικνύεται από τον λόγο του συγγραφέα, ο οποίος καλλιεργείται με πολλή δουλειά επί του κειμένου»

– Διαβάζοντας οι αναγνώστες τα κείμενά σας, πολλά από τα οποία είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, αναρωτιούνται αν οι ιστορίες σας προέρχονται από περιστατικά και καταστάσεις που ζήσατε ο ίδιος ή είναι κατασκευές μυθοπλασίας.
– Λένε ότι οι διηγηματογράφοι είναι οι πιο βιωματικοί συγγραφείς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τις ιστορίες που διηγούνται τις έζησαν οι ίδιοι, ακόμα και αν είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο. Κάποιες φορές οι αναγνώστες μπερδεύουν τους χαρακτηρισμούς «βιογραφικά στοιχεία» και «βιωματικά στοιχεία» των κειμένων. Το βίωμα, όμως, δεν είναι κάτι που κατ’ ανάγκη το έζησες ο ίδιος. Βίωμα μπορεί να είναι και κάτι που το διάβασες ή σου το αφηγήθηκαν. Υπ’ αυτή την ευρεία έννοια, τα κείμενά μου είναι όλα βιωματικά. Αλλά το βίωμα, τουλάχιστον στα δικά μου γραπτά, συνεισφέρει το ένα δέκατο στις ιστορίες μου. Τα άλλα εννέα δέκατα είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Η μυθοπλασία πλουτίζει την ιστορία, την οδηγεί και σε άλλα μονοπάτια, της δίνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την πραγματικότητα. Καμιά φορά μια μικρή επινοημένη λεπτομέρεια μπορεί να μεταστρέψει το κείμενο και να επηρεάσει υπέρμετρα την ποιότητά του. Χωρίς αυτήν, δηλαδή, το κείμενο μπορεί να έμενε επίπεδο και αδύναμο.

«Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα», 1988
«Εκτός έδρας», 1993

 

 

 

 

 

 

 

«Χερουβικά στα κεραμίδια», 1996
«Η γλυκιά Μπονόρα», 2000
«Να σ’ αγαπάει η ζωή», 2004

– Φυσικά, όμως, εκτός από την ιστορία, εκείνο που αναδεικνύει το κείμενο είναι ο λόγος του συγγραφέα.
– Έχετε απόλυτο δίκιο. Ας το πω με παράδειγμα, για να το καταλάβουν οι αναγνώστες. Το ίδιο ανέκδοτο μπορούν να το πουν δύο αφηγητές. Να το πει ο ένας και να μη γελάσει κανείς. Να το πει κάποιος άλλος και να ξεκαρδιστούν όλοι απ’ τα γέλια. Δεν φτάνει λοιπόν μια καλή ιστορία για να γίνει ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο.
Το άρτιο λογοτεχνικό έργο αναδεικνύεται από τον λόγο του συγγραφέα. Ο καλός λόγος βγαίνει από το ταλέντο του, αλλά καλλιεργείται με τα πολλά διαβάσματα και με την πολλή δουλειά επί του κειμένου.
Λέω καμιά φορά κάποια «αριθμητικά» στοιχεία σε αναγνώστες των βιβλίων μου και με κοιτάζουν με δυσπιστία. Π.χ. ότι κάποτε σε ένα διήγημα 18 σελίδων αφιέρωσα 180 ώρες δουλειάς. Στο Word υπάρχει μια λειτουργία με την οποία μπορείς να μετράς αθροιστικά τις ώρες που δούλεψες ένα αρχείο, από τη στιγμή που το πρωτάνοιξες μέχρι την ώρα που το τελείωσες.

«Ένας επαρχιώτης συγγραφέας, όσο καλός και να είναι, δεν μπορεί να επενδύσει στο όνομά του»

Στο τελευταίο μου βιβλίο, που έχει τίτλο «Χυμευτή αγάπη μου», η παράμετρος αυτή έδειξε περίπου 4000 ώρες συνολικής δουλειάς. Ναι, τέσσερις χιλιάδες! Αυτά τα λέω και ως μια παρατήρηση προς εκείνους που λένε: «Σήμερα το απόγευμα έγραψα ένα διήγημα ή έγραψα ένα ποίημα». Κάτι τέτοιο δείχνει ότι αντιμετωπίζουν μάλλον με επιπολαιότητα αυτό που κάνουν.
Τα κείμενα τα γράφεις, τα δουλεύεις, τα ξαναβλέπεις, διορθώνεις πέντε κόμματα, αλλάζεις δυο λέξεις, και το ίδιο κείμενο, μετά την ολοκλήρωσή του, μπορεί να το διαβάσεις είκοσι, τριάντα φορές. Αυτή η επανάληψη είναι που ακονίζει τον λόγο σου, τον στιλβώνει, τον φιλτράρει. Εκτός κι αν κάποιος συγγραφέας είναι θαύμα της φύσης και δεν έχει ανάγκη να το κάνει αυτό.

– Οι συγγραφείς όμως έχουν οικογένεια, έχουν φίλους, πόσες ώρες περισσεύουν μετά από το γράψιμο για να τους δείχνουν την αγάπη τους;
– Προσωπικά, έχω γράψει 10 βιβλία σε περίπου 40 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι δούλευα κατά μέσον όρο τέσσερα χρόνια το κάθε βιβλίο μου. Είχα, βέβαια, την πολυτέλεια να το κάνω αυτό, γιατί δεν προσπάθησα να ζήσω από τη συγγραφή και επομένως δεν είχα την πρεμούρα μόλις τελειώσω ένα βιβλίο να αρχίσω το επόμενο.
Το δεύτερο στοιχείο… Έξι από τα βιβλία μου είναι συλλογές διηγημάτων, που σημαίνει ότι αποτελούνται από ανεξάρτητα κομμάτια. Τελειώνεις ένα διήγημα, έναν μήνα δεν γράφεις τίποτε και αρχίζεις το επόμενο κείμενο μετά από αυτή τη διακοπή. Το πρόβλημα, όμως, είναι όταν γράφεις νουβέλα ή μυθιστόρημα. Και όπως θα ξέρετε, τα δύο τελευταία μου βιβλία ήταν νουβέλες. Λοιπόν, η κούραση ήταν πολύ μεγάλη, γιατί η γραφή τους κράτησε μήνες. Σε τέτοιες περιπτώσεις κλέβεις ώρες από την επαφή με τους δικούς σου ανθρώπους.
Στα δύο τελευταία μου βιβλία είχα κι άλλο πρόβλημα. Τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί σκεφτόμουν συνέχεια την ιστορία μου. Και ενώ ο ύπνος με έπιανε πολύ αργά, το πρωί, στις έξι η ώρα, ήμουν πάλι μπροστά στον υπολογιστή.
Βλέπω στον κινηματογράφο τους ξένους συγγραφείς, ιδίως σε αμερικάνικες ταινίες, που είναι κάτι μοντέρνοι τύποι, βγαίνουν με όμορφες γυναίκες, πηγαίνουν σε πάρτι και πίνουν απίθανα κοκτέιλ, συζητούν με τους ατζέντηδες τους για τις παρουσιάσεις και για τα συμβόλαιά τους, υπογράφουν χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων τους… Ε, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στο Ιράν, στην Αλβανία… δεν είναι έτσι η κατάσταση. Ο συγγραφέας είναι εργάτης και προοδεύει με την πολλή δουλειά του, η οποία μάλιστα δεν αμείβεται όπως θα έπρεπε.

«Σάλτο Μορτάλε», 2011
«Γαλάζια Αγελάδα», 2013

 

 

 

 

 

 

 

«Πούρα Γεμιστά», 2017
«Ο κήπος των ψυχών», 2022
«Χυμευτή αγάπη μου», 2024

– Μπορούμε να πούμε ότι είστε ένας πετυχημένος συγγραφέας. Έχετε βραβευτεί τρεις φορές, ήσασταν υποψήφιος για βραβείο άλλες τρεις φορές, τι επίπτωση έχει αυτό στη ζωή σας;
– Πρώτα απ’ όλα να ορίσουμε ποιος θεωρείται πετυχημένος συγγραφέας. Αν θεωρείται αυτός που τα βιβλία του παίρνουν καλές κριτικές, ίσως θα μπορούσαμε να το πούμε και για μένα. Πολλοί κριτικοί και μελετητές της λογοτεχνίας έχουν μιλήσει θετικά για μένα. Αν όμως πετυχημένος συγγραφέας θεωρείται εκείνος που κάνει best sellers και κερδίζει πολλά χρήματα, όχι, δεν είμαι.
Κατά την προσωπική μου άποψη, όμως, πετυχημένος συγγραφέας είναι εκείνος που τα κείμενά του θα ζήσουν για πολύ, θα διαβάζονται δηλαδή και μετά από τριάντα, σαράντα χρόνια. Ο μεγαλύτερος κριτής της δουλειάς ενός συγγραφέως είναι ο χρόνος. Προσωπικά, έχω την ικανοποίηση ότι αρκετά από τα παλιά μου κείμενα διαβάζονται ακόμα.
Με ρωτήσατε και τι επίπτωση έχει αυτό στη ζωή μου… Ένας επαρχιώτης συγγραφέας, όσο καλός και να είναι, δεν μπορεί να επενδύσει στο όνομά του. Ίσως, μόνο, να κληροδοτήσει κάποια περηφάνια στα παιδιά του και στα εγγόνια του. Εντούτοις, εμένα μου δίνουν μεγάλη ικανοποίηση κάποιες κουβέντες άγνωστων ανθρώπων που σε ανύποπτες στιγμές μου λένε: «Διάβασα το νέο βιβλίο σας και μου άρεσε πολύ». Ναι, τέτοιες στιγμές αξίζουν όσο και ένα μεγάλο βραβείο, που κάποια στιγμή σού απονέμεται και μετά το ξεχνούν όλοι.

– Έχουμε να περιμένουμε πολλά ακόμη βιβλία από τον Βασίλη Τσιαμπούση; Βιβλία που μιλούν για τη Δράμα και μας κάνουν περήφανους για την πόλη μας;
– Ήδη από το 2017, όταν κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων μου με τίτλο «Πούρα γεμιστά», σκέφτηκα πως ό,τι είχα να πω το είπα. Και όμως έκτοτε, στα εφτά χρόνια που μεσολάβησαν, βγήκαν οι δύο νουβέλες μου που είναι από τα καλύτερα γραπτά μου. Κάποιοι είπαν ότι ο λόγος μου σε αυτά τα βιβλία είναι πιο ώριμος από ποτέ και μακάρι να έχουν δίκιο. Άρα, δεν μπορώ να πω ούτε ότι «τέλειωσα το έργο μου» ούτε ότι θα γράψω κι άλλα βιβλία.
Ξέρετε, αυτοί που γράφουν ασταμάτητα πάσχουν από ένα είδος ψυχοπάθειας, μη γελάτε. Ένας πατέρας βγαίνει στη σύνταξη και αφήνει το μαγαζί του στο παιδί του. Και αντί να πάει στο καφενείο, για ψάρεμα, να διαβάσει κάνα βιβλίο, συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε για χρόνια, δηλαδή να πηγαίνει και πάλι, κάθε πρωί, στο μαγαζί του. Κάποιος άλλος πάει κάθε μέρα στο καφενείο και παίζει τάβλι, χιλιάδες παρτίδες κάθε χρόνο. Ανάλογο πάθος είναι και η συγγραφή. Εμείς βέβαια φροντίζουμε να το ωραιοποιούμε, «έχει πράγματα να πει», «το κάνω από μια εσωτερική ανάγκη», τρίχες. Στο τέλος είναι ένα κουσούρι, όπως το να κυνηγάς γυναίκες κι όταν ακόμα έχεις γεράσει για τα καλά.

«…η σχέση μου με την Εκκλησία επηρέασε και τη συγγραφική μου ταυτότητα, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα και αντιλαμβανόμουν όσα συνέβαιναν γύρω μου»

– Συνεχίζοντας την προηγούμενη ερώτηση, θα ήθελα να ρωτήσω κατά πόσο η Δράμα, ως γενέτειρα πόλη και τόπος κατοικίας σας, επηρέασε το συγγραφικό σας έργο.
– Αισθάνομαι ότι, αν έφευγα από τον τόπο μου, ίσως οι επαγγελματικές προοπτικές μου να ήταν καλύτερες αλλά δεν θα είχα γράψει ούτε ένα διήγημα, ούτε μια παράγραφο, ούτε μια σειρά. Εδώ με κατακλύζουν οι αναμνήσεις μου, τις ξαναζώ και συγκινούμαι, οι οποίες είναι βασικό στοιχείο των κειμένων μου.
Επιπλέον, μένοντας στη Δράμα είχα την ευκαιρία να ψάλλω επί 40 περίπου χρόνια στον ναό της Αγίας Σοφίας και αργότερα στην Αγία Ειρήνη. Η σχέση μου με την Εκκλησία επηρέασε και τη συγγραφική μου ταυτότητα, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα και αντιλαμβανόμουν όσα συνέβαιναν γύρω μου.
Και κάτι πολύ πιο σημαντικό: Στη Δράμα πάντα αισθανόμουν ότι ο κόσμος με αγαπά κι αυτό μου έδινε μια βαθιά ικανοποίηση. Με αγαπά όχι για τα βιβλία μου, αλλά για την όποια προσφορά μου. Αυτό μην το θεωρήσετε έκφραση έπαρσης από μέρους μου. Πολλά άτομα έχουν προσφορά στην πόλη τους, σε διάφορους τομείς, και μερικές φορές δεν αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικό είναι αυτό το δόσιμο για τους άλλους αλλά και για την ψυχική τους ισορροπία. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια συναντώ άτομα ηλικίας 30, 40 ετών και έρχονται να μου μιλήσουν, γιατί υπήρξα ο Λυκειάρχης τους. «Κύριε, ήσασταν πολύ καλός», μου λένε. Ή «Θυμάμαι τότε που κάνατε εκείνο ή το άλλο», και αυτά είναι ο μεγαλύτερος έπαινος για μένα.

– Κύριε Τσιαμπούση, σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα που κάναμε.
– Κι εγώ σας ευχαριστώ. Με τις ερωτήσεις σας μου δώσατε τη δυνατότητα να είμαι αυθόρμητος, ίσως και φλύαρος, τα λόγια μου όμως είναι αφρόντιστα μεν αλλά και ειλικρινή.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο
- Διαφήμιση -

Δημοφιλή Εβδομάδας